Αναζήτηση  
Είσοδος / Εγγραφή μελών
Αρχική
  • ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΑΡΧΗ
  • ΝΕΑ & ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ
  • ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
  • ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ
  • ΙΣΤΟΡΙΑ ΨΑΡΩΝ
  • ΤΟΠΙΚΗ ΑΓΟΡΑ
  • ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
  • E-ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ
Αρχική > Λεύκωμα Ψαρών > Σημαίνουσες Προσωπικότητες
  • Σημαίνουσες Προσωπικότητες
  • Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου Ψαρών
   
Αγγελικάρας Νικόλαος
Αποστόλης Νικόλαος
Χατζηκυριάκος Αλέξανδρος
Βαρβάκης Αλέξανδρος
Βαρβάκης Ιωάννης
Βιτσάρης Αντώνιος
Βρατσάνος Δημήτριος
Δημητρέλης Νικόλαος
Δημουλίτσας Ιωάννης
Ζέβλης Κωνσταντίνος
Ζέβλης Γεώργιος
Καλαφάτης Γεώργιος
Κανάρης Αλέξανδρος του Μιλτιάδου
Κανάρης Γεώργιος
Κανάρης Κωνσταντίνος του Μιλτιάδου
Κανάρης Μιλτιάδης
Κανάρης Κωνσταντίνος
Κοτζιάς Ανδρέας
Μαυρομάτης Γερμανός
Μπάτσης Δημήτριος
Μοναρχίδης Αναγνώστης
Νικολάρας Δημήτριος
Παπανικολής Δημήτριος
Παππάς Μιλτιάδης
Pappas Nikolaos
Σακκάς Γεώργιος
Σιδέρης Γεώργιος
Σταματάρας Γεώργιος
Σταματέλλος Γεώργιος
Χατζηκυριάκος Ανδρέας
Χατζηκυριάκος Αντώνιος
Χατζηκυριάκος Γεώργιος
Χατζηκυριάκος Κωνσταντίνος
Χατζηκωνσταντής Μιχαήλ
Χατζηκυριάκος-Γκίκας Νικόλαος
Νικόδημος Κωνσταντίνος
Κάραλη Μαλβίνα
προηγούμενη επόμενη

Ο Αγγελικάρας ήταν Έλληνας ναυτικός του 19ου αιώνα. 

Γεννήθηκε στα Ψαρά το 1827. Οι γονείς του ήταν εύποροι. Δώδεκα χρονών μπήκε στο ναυτικό και μπάρκαρε με πλοίο του πατέρα του. Τρία χρόνια αργότερα ήταν πλοίαρχος σε δικό του πλοίο. Ταξίδεψε σε όλη την Μεσόγειο, τον Εύξεινο Πόντο, και στον Ατλαντικό ωκεανό. Αν και ήταν ιδιοκτήτης δύο πλοίων διορίστηκε ως πρώτος πλοίαρχος από την Ελληνική Ατμοπλοϊκή Εταιρεία. Διέσωσε το «Πανελλήνιο» με το περίφημο σκαρίφημα με τα άχυρα.

Ο ναύαρχος Νικολής Αποστόλης (1770 - 6 Απριλίου 1827) ήταν αγωνιστής του 1821 και αρχηγός του στόλου των Ψαριανών κατά τη διάρκεια της Ελληνικής επανάστασης το 1821.

Γεννήθηκε στα Ψαρά το 1770. Απέκτησε πολλά χρήματα ως αρχιπλοίαρχος και εκπρόσωπος της ναυτιλιακής εταιρίας του οίκου Ράλλη από τη Χίο. Πήρε μέρος στο κίνημα του Λάμπρου Κατσώνη και κατά τη διάρκεια της επανάστασης το 1821, για τους σκοπούς της οποίας διέθεσε έξι πλοία και πολλά χρήματα, συμμετείχε σε πολλές ναυτικές επιχειρήσεις, ως επικεφαλής του ψαριανού στόλου, κατά του τουρκικού στόλου, προκειμένου να εμποδιστεί ο ανεφοδιασμός του τελευταίου με τρόφιμα και πολεμοφόδια. Στα μέσα του Απριλίου του 1821 κατάφερε να βυθίσει ένα τουρκικό πλοίο και να αιχμαλωτίσει άλλα τέσσερα κοντά στη Σμύρνη τα οποία τα μετέφερε στα Ψαρά μαζί με 450 Τούρκους αιχμαλώτους. Μετά τη σφαγή στα Ψαρά το 1824 βρήκε καταφύγιο, μαζί με άλλους Ψαριανούς, στις Σπέτσες ενώ αργότερα, όπως προκύπτει από τα δημοτολόγια του δήμου Ερμούπολης, η οικογένειά του εγκαταστάθηκε, μαζί με άλλες ψαριανές οικογένειες, στη Σύρο. Με την έκρηξη της επανάστασης, αυτός διεύθυνε τον πρώτο στολίσκο των Ψαριανών από επτά καράβια και τα οδήγησε στα παράλια της Ιωνίας, όπου ήταν μαζεμένα τα εχθρικά στρατεύματα έτοιμα να ορμήσουν και να υποτάξουν την Πελοπόννησο.

Στο Λιμάνι της Σμύρνης επιτέθηκε εναντίον επτά χιλιάδων εχθρών στα πλοία έτοιμοι να αποπλεύσουν. Ο Αποστόλης βύθισε ένα από τα πλοία και αιχμαλώτισε τέσσερα άλλα γεμάτα τρόφιμα και και πολεμοφόδια. Αιχμαλώτισε και 450 στρατιώτες, και με όλα τα λάφυρα μαζί επέστρεψε στα Ψαρά. Η πράξη του αυτή τρόμαξε τον εχθρό και ο στρατός του διασκορπίστηκε.

Έλαβε μέρος και σε πολλές άλλες ναυμαχίες, στην Κώ και στα στενά της Αλικαρνασσού και διακρίθηκε για την πολεμική του ανδρεία και την αντοχή. Πολέμησε στον Γέροντα, στη Μυτιλήνη, στην Κρήτη, και αλλού.

Ταλαιπωρημένος από τις κακουχίες πέθανε τελικά στην Αίγινα στις 6 Απριλίου 1827. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στο μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στον Πόρο.

Ο Νικόλαος Αποστόλης είχε ιδρύσει το 1810 Ναυτικό Επιμελητήριο στα Ψαρά.

Ο Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος (1874 - 1958) ήταν Έλληνας αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού και πολιτικός.

Γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου και καταγόταν από παλιά ναυτική οικογένεια των Ψαρών. Πατέρας του ήταν ο βιομήχανος Νικόλαος Χατζηκυριάκος και αδερφός του ο Ανδρέας Χατζηκυριάκος. Ακολούθησε την οικογενειακή παράδοση και κατατάχθηκε στις τάξεις του Πολεμικού Ναυτικού. Συμμετείχε στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ως κυβερνήτης τορπιλοβόλου καθώς και στην επανάσταση του 1909 ως μέλος του επαναστατικού συμβουλίου. Έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμος και το 1916 με το ξέσπασμα του κινήματος της Εθνικής Αμύνης τάχθηκε με το πλευρό του Ελευθερίου Βενιζέλου. Μετά την επικράτηση του τελευταίου ανέλαβε την διακυβέρνηση του θωρηκτού "Αβέρωφ". Διετέλεσε μέλος της επαναστατικής επιτροπής του κινήματος 11ης Σεπτεμβρίου 1922 και στη συνέχεια εξελέγη πληρεξούσιος Αθηνών στην Δ' Συντακτική Συνέλευση. Από την θέση του μέλους της επαναστατικής επιτροπής διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην τελική απόφαση της Δίκης των έξι. Διετέλεσε επίσης αρχηγός του Στόλου (1922 - 1923) και αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του υποναυάρχου.

Στην κυβέρνηση Παπαναστασίου ανέλαβε το υπουργείο Ναυτικών. Τον Ιούνιο του 1925 μαζί με τον στρατηγό Θεόδωρο Πάγκαλο ανέτρεψαν την κυβέρνηση Ανδρέα Μιχαλακόπουλου εγκαθιδρύοντας δικτατορία και αναλαμβάνοντας παράλληλα το υπουργείο ναυτικών. Τον Ιανουάριο του 1926, ύστερα από διαφωνία με τον Πάγκαλο, παραιτήθηκε από το υπουργικό αξίωμα δημιουργώντας σοβαρό εσωτερικό πρόβλημα στην δικτατορία Παγκάλου. Το 1932 διορίστηκε υπουργός επί των ναυτικών στην κυβέρνηση Τσαλδάρη, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1935 με μια μικρή διακοπή λίγων μηνών. Μετά το τέλος της θητείας του αποσύρθηκε από την πολιτική και ιδιώτευσε. Η τελευταία του θητεία συνέπεσε με το πραξικόπημα του 1935 και είχε ως συνέπεια να μειωθεί το κύρος του λόγω της πλήρους του αποτυχίας ελέγχου του ναυτικού. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που αποχώρησε από την πολιτική.

Απεβίωσε στην Αθήνα το 1958. Ήταν παντρεμένος με την Ελένη Γκίκα και γιος του ήταν ο ζωγράφος και ακαδημαϊκός Νίκος Χατζηκυριάκος - Γκίκας. Ανηψιός του ήταν ο Μιχαήλ Χατζηκωνσταντής.

Ο Αλέξανδρος Βαρβάκης (2 Αυγούστου 1836 - 4 Οκτωβρίου 1888) ήταν Έλληνας μουσικός και εθνικός ευεργέτης του 19ου αιώνα.

Παππούς του ήταν ο μεγάλος εθνικός ευεργέτης Ιωάννης Βαρβάκης. Γεννήθηκε στην Ταϊνάνη της Ρωσίας στις 2 Αυγούστου 1836. Εκπαιδεύτηκε άριστα στην ιδιαίτερη πατρίδα του και διορίστηκε σε σημαντική θέση σε Ρωσική υπηρεσία.

Αποσύρθηκε για να επιστρέψει στην Ελλάδα το 1871.

Συνέθεσε διάφορα μουσικά έργα, τα οποία είχαν επιτυχία.

Πέθανε ξαφνικά στην Αθήνα στις 4 Οκτωβρίου 1888.

Ο Ιωάννης Βαρβάκης (1745 ή 1750-1825) ήταν εθνικός ευεργέτης από τα Ψαρά. Ο Βαρβάκης γεννήθηκε στα Ψαρά στις 24 Ιουνίου 1745 ή 1750 και ήταν γιος του Ανδρέα Λεοντή (Λεοντίδη) και της Μαρώς Μόρου.

Πως ο Λεοντής έγινε Βαρβάκης

Στα Ψαρά υπήρχαν και υπάρχουν πολλά πουλιά τα οποία έχουν μεγάλα και αυστηρά μάτια και ανήκουν σε είδος γερακιού Ιέραξ ο οξύπτερος. Τα πουλιά αυτά οι Ψαριανοί τα ονόμαζαν και τα ονομάζουν Βαρβάκια. Οι συνομήλικοί του, βλέποντας τα μεγάλα και πολύ αυστηρά του μάτια, καθώς και την ορμητικότητα που τον χαρακτήριζε τον φώναζαν Βαρβάκι. Φαίνεται ότι η προσωνυμία του άρεσε και την διατήρησε ως επώνυμο. Έτσι πέρασε στην ιστορία με το όνομα Βαρβάκης και το επώνυμο του έγινε τίτλος ευγενείας στην τσαρική Ρωσία.

Τα πρώτα χρόνια

Ο πατέρας του ήταν σπουδαίος καραβοκύρης. Ο μικρός Γιάννης ήταν γύρω στα οκτώ όταν ο πατέρας του άρχισε να του μαθαίνει τα της ναυτιλίας και στα δέκα του ήξερε κιόλας να πυροβολεί με πιστόλι τουφέκι και να χρησιμοποιεί το κανόνι του καραβιού. Στα 15 τον έβαλε ο πατέρας του παρτσινέβελο δηλαδή μεριδιούχο στο πλοίο του και στα 18 του ναυπήγησε την πρώτη γαλιότα. Στράφηκε στην πειρατεία οπως το σύνολο των Ψαριανών.

Τα Ορλωφικά

Κατά το ρωσοτουρκικό πόλεμο πήρε μέρος σαν κυβερνήτης πυρπολικού, ενώ ήταν ήδη πλοίαρχος εμπορικού πλοίου. Κατά τα Ορλωφικά (1770), ήταν ένας από τους Έλληνες ορθοδόξους που συντάχθηκε με τα στρατεύματα της Αικατερίνης Β' ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Ψαριανός πλοιοκτήτης εκποίησε ολόκληρη την περιουσία του για να εξοπλίσει με κανόνια και να επανδρώσει με στρατιώτες ένα από τα πλοία του, που θα έπεφτε στη μάχη ενάντια στους Τούρκους. Εκείνος θα ήταν ο καπετάνιος. Όμως δεν πρόλαβε να αναλάβει δράση. Ο σουλτάνος υπέγραψε ειρήνη, παραχωρώντας στη Ρωσία τις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Ο Βαρβάκης, όπως και οι περισσότεροι Έλληνες που πολέμησαν στο πλευρό των Ρώσων στο Αιγαίο, από το 1770 έως το 1774, έτσι κι αυτός... ξέμεινε, αναγκασμένος να τα βγάλει πέρα μόνος του με τους Οθωμανούς. Εκεί κατόρθωσε να πάρει μια μικρή αποζημίωση για ένα πυρπολικό του που καταστράφηκε στον Τσεσμέ.

Ευνοούμενος της Μεγάλης Αικατερίνης

Μετά τη λήξη του Τρίτου Ρωσσοτουρκικού πολέμου (1768-1774) και την υπογραφή της Συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή ο Βαρβάκης επέστρεψε στα Ψαρά,και συνέχισε την εμπορική και πειρατική του δραστηριότητα. Όντας επικηρυγμένος από τους Οθωμανούς έβαλε πλώρη για την Κωνσταντινούπολη, χωρίς να υπολογίζει το πόσο εχθρικό ήταν το περιβάλλον εκεί για αυτόν . Το πλοίο του κατασχέθηκε, ο ίδιος βρέθηκε μπλεγμένος με τις αρχές και εκδιώχθηκε. Χωρίς δραχμή στην τσέπη, αποφάσισε να ζητήσει ακρόαση από την Αικατερίνη - κάτω από δυσμενείς συνθήκες, αφού αυτό σήμαινε να περπατήσει απόσταση 5.000 χιλιόμετρων μέχρι την Αγία Πετρούπολη. Εκεί συνάντησε τον Ποτέμκιν, εραστή της Αικατερίνης, ο οποίος μεσολάβησε ώστε η Τσαρίνα να τον δεχθεί. Η Αικατερίνη αποδείχθηκε ιδιαίτερα γενναιόδωρη δίνοντάς του ένα πουγκί με 10.000 χρυσά ρούβλια και μια άδεια απεριόριστης και αφορολόγητης αλιείας στην Κασπία.

Από την Αγία Πετρούπολη κίνησε για το Αστραχάν, χωρίς την παραμικρή ιδέα για το πώς θα μπορούσε να αξιοποιήσει την άδεια αλιείας. Κι αντί να ασχοληθεί με το ψάρεμα αγόρασε ένα αποστακτήριο, με στόχο να φτιάχνει κρασί από τα γλυκά σταφύλια της στέπας. Τότε ήταν που γνωρίστηκε με έναν έμπορο από το Αστραχάν, τον Πιοτόρ Σεμιόνοβιτς Σαπόζνικοφ, ο οποίος τον προέτρεψε να ασχοληθεί με την αλιεία. Ικανός να κτίζει μεγάλα, αξιόπλοα και προηγμένα καράβια και να ξανοίγεται στη θάλασσα, ο Βαρβάκης ήταν εκτός συναγωνισμού απέναντι στους μικρομεσαίους παράκτιους Ρώσους ψαράδες. Στη βόρεια Κασπία η «επιχείρηση αλιεία» απέδωσε καρπούς. Τα πλοία του Βαρβάκη φορτώνονταν με οξύρρυγχους, λευκούς σολομούς, μεγάλους λούτσους κι άλλα πολύτιμα ψάρια.

Σε ένα από τα ταξίδια του δοκίμασε χαβιάρι που τον φίλεψαν Ρώσοι χωρικοί. Έχοντας στο μυαλό του το πάθος των Ελλήνων για το αυγοτάραχο, κατάλαβε αμέσως με ποιον τρόπο θα μπορούσε να βγάλει πολλά χρήματα από την άδεια της Αικατερίνης - εξάγοντας χαβιάρι. Όμως αντιμετώπιζε κι εκείνος το ίδιο πρόβλημα που φρέναρε τους Ιταλούς εμπόρους αρκετούς αιώνες νωρίτερα: αυτό το τόσο ευαίσθητο έδεσμα ήταν αδύνατον να ταξιδέψει για καιρό μέσα στα ξύλινα κασόνια της εποχής - όσο καλά παστωμένο κι αν ήταν.

Η λύση βρέθηκε. Ήταν κιβώτια από ξύλα φλαμουριάς τα οποία δεν προκαλούσαν αλλοιώσεις στα πολύτιμα αυγά, ήταν απόλυτα στεγανά κι έτσι διατηρούσαν σε πολύ καλή κατάσταση το φορτίο που πάνω σε καμήλες ή φορτωμένο σε ιστιοφόρα ταξίδευε τον Βόλγα για να φτάσει από το Αστραχάν στην Ελλάδα. Μέχρι το 1788 η επιχείρηση του Βαρβάκη έκανε χρυσές δουλειές και απασχολούσε περισσότερους από 3.000 εργάτες για την επεξεργασία και το πακετάρισμα των αυγών του οξύρρυγχου. Από το 1812 βρέθηκε στο Ταγκανρόγκ. Και από το 1815 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Ταϊγάνι, όπου μετέφερε όλη σχεδόν την κινητή περιουσία του,για να βρίσκεται κοντά στην Οδησσό κέντρο της Φιλικής Εταιρίας της οποίας υπήρξε ηγετικό μέλος και χρηματοδότης. Είναι ο μόνος που στα έγγραφά της αποκαλείται με το όνομά του. Είχε δώσει εν τω μεταξύ μέρος από την τεράστια περιουσία του για κοινωφελή έργα στη Ρωσία (νοσοκομεία, γέφυρες, διώρυγες) επίσης χρηματοδότησε την ανέγερση διδακτηρίου στη Σινασό, την παλιά Ναζιανζό, πατρίδα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και γι' αυτό παρασημοφορήθηκε από τον Τσάρο και του δόθηκε και τίτλος ευγένειας με το επίθετο Κομνηνός Βαρβάκης.

Η Ελληνική Επανάσταση

Ο Ιωάννης Βαρβάκης πρόσφερε πάρα πολλά στον Αγώνα πριν και κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης. Αρχικά βοήθησε με πάρα πολλούς τρόπους τις ελληνικές κοινότητες στη Ρωσία και ιδιαίτερα την κοινότητα της πόλης που έμενε. Από την τσαρική κυβέρνηση μαζί με το παράσημο είχε ανακηρυχτεί αρχηγός των ευγενών του Αστραχάν. Αυτός ο τίτλος, εκτός από την περιουσία του, συντέλεσε, ώστε να έχει μεγάλη επιρροή στους κύκλους των Ρώσων ευγενών.

Ο Βαρβάκης με έξοδα δικά του εξόπλισε τους ομογενείς που πολεμούσαν με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Επίσης μέσω του Πατριαρχείου κατάφερε να εξαγοράσει πάρα πολλούς Έλληνες αιχμαλώτους. Ο Βαρβάκης πάνω απ' όλα βοήθησε τον αγώνα των Ψαριανών, των συμπατριωτών του. Έστειλε τρόφιμα και διάφορα άλλα εφόδια. Μετά την καταστροφή των Ψαρών, το 1824, ήρθε στην Ελλάδα, για να βοηθήσει με κάθε μέσο τους πρόσφυγες.

Θάνατος και διαθήκη

Ενώ επέστρεφε το 1825 στη Ρωσία (μέσω Τεργέστης) πέθανε στο λοιμοκαθαρτήριο της Ζακύνθου. Στη διαθήκη του άφησε 1.000.000 ρούβλια κληροδότημα για την ίδρυση του Βαρβακείου Λυκείου, και το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στο ελληνικό Δημόσιο για κοινωφελείς σκοπούς. Κατέθεσε τα χρήματα που χρειάστηκαν για την ανέγερσή του σε ρωσική τράπεζα και το 1857 άρχισε το κτίριο της Βαρβακείου Σχολής, με σχέδια και επίβλεψη του Παναγιώτη Κάλκου. Άρχισε να κτίζεται, για να ολοκληρωθεί το 1859. Με δική του δωρεά κατασκευάστηκε η κλειστή αγορά της Αθήνας (Βαρβάκειος Αγορά), ενώ επίσης χρηματοδότησε την ανέγερση διδακτηρίου στη Σινασό Καππαδοκίας, την παλιά Ναζιανζό, πατρίδα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Το Βαρβάκειο Λύκειο κτίστηκε κοντά στη σημερινή οδό Αθηνάς. Ιδρύθηκε το 1857 και από το 1886 και μετά λειτούργησε σαν Πρακτικό Λύκειο, αφιερωμένο σχεδόν αποκλειστικά στη σπουδή των θετικών επιστημών. Ήταν το μοναδικό Λύκειο του είδους του στη χώρα για πολλά χρόνια. Το παλιό κτίριο καταστράφηκε στα Δεκεμβριανά (1944). Σήμερα λειτουργεί γυμνάσιo και λύκειο με το όνομα «Βαρβάκειος Σχολή» σε νέο κτίριο στα όρια του Δήμου Αθηναίων και δήμου Παλαιού Ψυχικού.

O Αντώνιoς Βιτσάρης γεννήθηκε στα Ψαρά τo 1820. Αφoύ γλίτωσε μικρό παιδί από τo oλoκαύτωμα της ιδιαίτερης πατρίδας τoυ, την άνoιξη τoυ 1824, ρίχτηκε στις περιπέτειες της ζωής, στερημένoς χρημάτων, θωρακισμένoς, όμως, με καρτερία και ακαταπόνητη ψυχική ρώμη. «Επεδόθη μετά ζήλoυ και εξαιρετικής επιμελείας εις την εγκύκλιoν παίδευσιν, διΥ o και απεστάλη υπό της Κυβερνήσεως ως υπότρoφoς εις Γερμανίαν πρoς σπoυδήν της Ιατρικής». Υπήρξε o πρώτoς Υφηγητής και στη συνέχεια o πρώτoς Έκτακτoς Καθηγητής στo Oθώνειo Πανεπιστήμιo και τελικά o πρώτoς Τακτικός Καθηγητής στo Εθνικό Πανεπιστήμιo (όπως oνoμάστηκε τo Oθώνειo μετά τη μεταπoλίτευση τoυ 1862), όπoυ δίδαξε συστηματικά τα Νoσήματα των Παίδων, τα Ψυχικά Νoσήματα και Ιστoρία της Ιατρικής, τα πρώτα 10 χρόνια μία ώρα την εβδoμάδα και τα επόμενα δέκα 2 ώρες την εβδoμάδα.  Έτσι, έγινε o εικoστός δεύτερoς Καθηγητής της Ιατρικής Σχoλής από την ίδρυσή της.

Παρακάτω αναφέρoνται μερικά βιoγραφικά στoιχεία τoυ, όπως τα είχε καταγράψει o ίδιoς στη διδακτoρική τoυ διατριβή:

«Εγώ, o Αντώνιoς Βιτσάρης, τoυ Κωνσταντίνoυ και της Μαρίας, τo γένoς Φραντζεσκάκη, γεννήθηκα στα Ψαρά τo έτoς 1820. Είμαι θρησκεύματoς Ελληνoκαθoλικoύ.

Απέκτησα τις γνώσεις τoυ Δημoτικoύ Σχoλείoυ στην Αθήνα και παρακoλoύθησα στη συνέχεια για 5 χρόνια τo Γυμνάσιo στην ίδια πόλη. Αφoύ πέρασα τη δoκιμασία ωριμότητας, τo έτoς 1845 ξεκίνησα να κατακτήσω τo Πανεπιστήμιo της Αθήνας και επί 4 χρόνια παρακoλoύθησα τις Σχoλές τoυ. Στη συνέχεια, από τo έτoς 1849, απέκτησα στo Πανεπιστήμιo τoυ Βερoλίνoυ, με Μέγα Πρύτανη τoν εκλαμπρότατo (Illustrissimo=Ill.), Busch, πoλλαπλές Ακαδημαϊκές γνώσεις επί 3,5 χρόνια στις ακόλoυθες Σχoλές:

Υπό τoν Καθηγητή Ιll. Schlemm: Συνδεσμoλoγία.

Υπό τoν Καθηγητή Ιll. Joh. Mueller: Aνατoμία ανθρώπoυ, Ειδική Φυσιoλoγία και Φυσιoλoγία των Γενών και Συγκριτική Ανατoμία.

Υπό τoν Καθηγητή Ιll. Schlemm: Tέχνη της Ανατoμίας τoυ πτώματoς.

Υπό τoν Καθηγητή Ιll. Mitscherlich: Ιατρική Ύλη (Φαρμακoλoγία).

Υπό τoν Καθηγητή Εxr. Simon: Παθoλoγία και Γενική Θεραπευτική, Νόσo Συφιλίδoς και Δερματoλoγία.

Υπό τoν Καθηγητή Ιll. Romberg: Παθoλoγία και Ειδική Θεραπευτική.

Υπό τoν Καθηγητή Ιll. Juengken: Γενική και Ειδική Χειρoυργική.

Υπό τoν Καθηγητή Exp. Schoeller: Θεωρητική και Πρακτική Μαιευτική.

Υπό τoν Καθηγητή Exp. Ebert: Νoσήματα των Παίδων.

Υπό τoν Καθηγητή Exp. Crede: Νoσήματα των Γυναικών.

Υπό τoν Καθηγητή Exp. Traube: Ακρόαση και Επίκρoυση.

Υπό τoν Καθηγητή Exp. Leubuscher: Νόσoυς τoυ Εγκεφάλoυ.

Υπό τoν Καθηγητή Ιll. Ιdeler: Ψυχικές Νόσoυς και Γενική Διαιτητική.

Υπό τoν Καθηγητή Exp. Remak: Εμβρυoλoγία.

Υπό τoν Καθηγητή Ιll. Anderson: Τoξικoλoγία.

Υπό τoυς Καθηγητάς Ιll. Schoenlein, Ill. Romberg, Cel. Wolff, Exp. Ebert: Κλινική και Πoλυκλινική Ιατρική.

Yπό τoν Καθηγητή Ιll. Juengken: Χειρoυργική και Oφθαλμoλoγία.

Yπό τoν Καθηγητή Exp. Simon: Συφιλιδικές νόσoυς.

Σε όλoυς αυτoύς τoυς άνδρες χρωστάω μεγάλη ευγνωμoσύνη και θα τη νιώθω εφ όρoυ ζωής».

Όπως αναφέρεται στη συγγραφή της Ιστoρίας της Ιατρικής Σχoλής από τoν Αριστoτέλη Κoύζη (Εθνικόν και Καπoδιστριακόν Πανεπιστήμιoν Αθηνών: Εκατoνταετηρίς, 1837-1937): «Σπoύδασε στo Βερoλίνo, στo Θείo Πανεπιστήμιo των Γραμμάτων, τoυ Γoυλιέλμoυ Φρειδερίκoυ και ανηγoρεύθη διδάκτoρας της Ιατρικής και Χειρoυργικής τoυ Πανεπιστημίoυ αυτoύ στις 22 Σεπτεμβρίoυ τoυ 1853».

Στην τριμελή επιτρoπή των κριτών της Διδακτoρικής τoυ διατριβής πλην των δύo Καθηγητών, S. H. Strassmann και F. Neithardt, ήταν και o Έλληνας φoιτητής της Ιατρικής και Χειρoυργικής Θεόδωρoς Αρεταίoς!

Τo θέμα της Διδακτoρικής τoυ διατριβής ήταν «O καρκίνoς τoυ πνεύμoνoς».

Ο Δημήτριος Βρατσάνος καταγόταν από μεγάλη ναυτική οικογένεια των Ψαρών και ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρίας. Κατά τη σφαγή των Ψαρών το 1824 ήταν δημογέροντας του νησιού και σκοτώθηκε μαζί με άλλους Ψαριανούς στο φρούριο Παλαιόκαστρο.

Ο αδερφός του Γεώργιος Βρατσάνος είχε πυρπολήσει μαζί με τον Κανάρη την τουρκική ναυαρχίδα στην Τένεδο τον Οκτώβριο του 1822.

Ο θάνατός του Βρατσάνου

Τον Ιούνιο του 1824 τουρκικά πλοία προσέγγισαν τα Ψαρά και Τούρκοι στρατιώτες προσπάθησαν να αποβιβαστούν στο βόρειο τμήμα του νησιού. Μετά από πολλές ανεπιτυχείς προσπάθειες, λόγω της αντίστασης των Ψαριανών, τελικά κατάφεραν να αποβιβαστούν στην περιοχή Ερινός και κατευθύνθηκαν στην πόλη. Στο φρούριο Παλαιόκαστρο, το οποίο υπερασπιζόταν 120 Έλληνες στρατιώτες, βρήκαν καταφύγιο πολλοί άμαχοι κάτοικοι του νησιού μεταξύ δε των εγκλείστων ήταν και ο Δημήτριος Βρατσάνος και ο γιος του Αντώνιος. Όταν πια έγινε φανερό ότι το φρούριο θα έπεφτε τελικά στα χέρια των Τούρκων οι γεροντότεροι από τους εγκλείστους αποφάσισαν να μην παραδοθούν και να πεθάνουν ανατινάσσοντας την πυριτιδαποθήκη του φρουρίου. Την πυριτιδαποθήκη ανατίναξε ο Αντώνιος Βρατσάνος ύστερα από εντολή του πατέρα του με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τόσο ο κόσμος που είχε βρει καταφύγιο μέσα στο Παλαιόκαστρο όσο και μεγάλος αριθμός Τούρκων στρατιωτών.

Ανώτατος αξιωματικός Βασιλικού Ναυτικού. Είχε σύζυγο την Ψαριανή Δέσποινα Ανδρέου Καμβούρη.

Ο Ιωάννης Δημουλίτσας (θαν. 1823) (που ήταν γνωστός με το όνομα Πατατούκος) ήταν ο κατασκευαστής των πρώτων πυρπολικών κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821.

Κατάγονταν από την Πάργα και πολύ νέος δραπέτευσε από ένα Παργινο πλοίο όπου τον κακομεταχειρίζονταν και βρήκε καταφύγιο σε ένα Ψαριανό έπειτα εγκαταστάθηκε στα Ψαρά και δεν θέλησε ποτέ να επιστέψει στην Πάργα . Ταξίδευε συχνά με τα ψαριανά πλοία. Σε ένα ταξίδι του έμεινε αρκετό καιρό στην Τουλώνα της Γαλλίας. Έπιασε φιλία με έναν αξιωματικό του μηχανικού, το Ρίτσι, που έκανε τον καθηγητή στον εκεί γαλλικό ναύσταθμο. Από αυτόν πήρε μαθήματα κατασκευής πυρπολικών. Στα Ψαρά τον θαύμαζαν για τις γνώσεις του και τον θεωρούσαν σοφό. Γι' αυτό και όταν, μετά την αποτυχία του Γεώργη Καλαφάτη, πρότεινε την κατασκευή του πρώτου πυρπολικού του, του έδωσαν εμπιστοσύνη.

Το Μάιο του 1821, τις ημέρες που ήταν σε αμηχανία οι Έλληνες πλοίαρχοι, καθώς δεν μπορούσαν να πλησιάσουν το μεγάλο τουρκικό δίκροτο στον όρμο της Ερεσού, ο Πατατούκος έφτιαξε βιαστικά το πρώτο πυρπολικό που δεν πέτυχε στην αποστολή του. Όμως με το δεύτερο, που έφτιαξε σε περισσότερο χρόνο, πέτυχε ο Δημήτριος Παπανικολής να καταστρέψει το μεγάλο εκείνο εχθρικό πλοίο που το ονόμαζαν «Κινούμενο όρος».

Η συμβολή του Πατατούκου στην επανάσταση ήταν πολύ μεγάλη. Στα Ψαρά ήταν και ως άνθρωπος πολύ αγαπητός για την ανιδιοτέλεια του και τον αγαθό χαρακτήρα του. Γι΄ αυτό και όταν πέθανε από λοιμική, κατά το Μάρτιο του 1823, η κηδεία του ήταν πάνδημη και η Κοινότητα των Ψαρών χορήγησε στην οικογένεια του μηνιαία σύνταξη.

Ο Κωνσταντίνος Ζέβλης ήταν Έλληνας αγωνιστής του 1821.

Καταγόταν από τα Ψαρά, μία από τις τρεις θαλασσομάχους νήσους στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, όπου και διακρίθηκε σε πολλές ναυμαχίες του Αγώνα. Συγκαταλέγεται μεταξύ των ικανότερων πυρπολητών λαμβάνοντας μέρος στην επιχείρηση του Παπανικολή στην Ερεσσό το 1821, καθώς και του Κ. Νικόδημου στη Λέσβο το 1824. Αδελφός του ήταν ο Γεώργιος Ζέβλης, επίσης σπουδαίος πυρπολητής.

Ο Γεώργιος Ζέβλης ήταν Έλληνας αγωνιστής του 1821.

Καταγόταν από τα Ψαρά, μία από τις τρεις θαλασσομάχους νήσους στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, όπου και διακρίθηκε σε πολλές ναυμαχίες του Αγώνα. Συγκαταλέγεται μεταξύ των ικανότερων πυρπολητών. Αδελφός του ήταν ο Κωνσταντίνος Ζέβλης, επίσης σπουδαίος πυρπολητής.

Ο Υποναύαρχος Γιώργος Καλαφάτης γεννήθηκε το 1890 στην Αθήνα από Ψαριανή οικογένεια αγωνιστών με πλούσια ναυτική παράδοση και πέθανε το 1964

Αθλητική καριέρα

Από μικρός διακρίθηκε στον κλασσικό αθλητισμό. Ήταν αθλητής στίβου και ποδοσφαίρου. Σε ηλικία 15 ετών μυήθηκε στο ποδόσφαιρο. Ξεκίνησε την καριέρα από τον Εθνικό Αθηνών και στη συνέχεια αγνωστηκε στον Πανελλήνιο Γ.Σ.. Το 1908 αποφάσισε να ιδρύσει έναν νέο ποδοσφαιρικό Σύλλογο. Στις 3 Φεβρουαρίου εκείνου του έτους, πραγματοποιήθηκε στο Πεδίον του Άρεως η ιδρυτική συγκέντρωση του Ποδοσφαιρικού Ομίλου Αθηνών που το 1924 μετονομάστηκε σε Παναθηναϊκό Αθλητικό Όμιλο. Εκπροσώπησε την Ελλάδαστους Πανσυμμαχικούς αγώνες του 1919 στο Παρίσι και στην συνέχεια αφοσιώθηκε στην ανάπτυξη όλων των αθλημάτων του Παναθηναϊκού. Η συμμετοχή του στους Αγώνες είχε τεράστια σημασία για την καλλιέργεια νέων τμημάτων στην ομάδα του ΠΑΟ καθώς εκεί εξασφάλισε την προμήθεια του αναγκαίου αθλητικού υλικού.

Τίτλοι

• 6 Πρωταθλήματα Ελλάδος ΣΕΓΑΣ

• 1909, 1911, 1912, 1915, 1921, 1922

• 2 Κύπελλα Ελλάδος ΣΕΓΑΣ

• 1909, 1918

• 1 Πρωτάθλημα Αθηνών-Πειραιώς

• 1922

Στρατιωτική καριέρα

Ο Γιώργος Καλαφάτης ήταν από τους πρωτοπόρους του ποδοσφαίρου στην Ελλάδα. Διακρίθηκε ως αθλητής μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 20΄, ενώ στη συνέχεια διετέλεσε διοικητικός παράγοντας του Παναθηναϊκού. Παράλληλα σπούδασε γιατρός και ακολούθησε στρατιωτική καριέρα συμμετέχοντας στους Βαλκανικούς πολέμους και στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, φτάνοντας μέχρι τον βαθμό του υποναυάρχου. Στις 19 Φεβρουαρίου του 1964 άφησε την τελευταία του πνοή στο Ναυτικό Νοσοκομείο Αθηνών σε ηλικία 74 ετών.

Εγγονός του πυρπολητή Κωνσταντίνου Κανάρη (Ψαρά 1864 – Αθήνα 1944). Γιος του Αντιναυάρχου Μιλτιάδη Κων. Κανάρη (1822 - 1898). Σπούδασε Νομικά και ασχολήθηκε επί μακρόν με τη δικηγορία. Βουλευτής Νέων Ψαρών και από το 1901 αντιπρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων. Το 1899 – 1900 μέλος του Προεδρείου της Βουλής. 1900 – 1902 Υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως (3-27 Σεπτεμβρίου 1916). Υπουργός Ναυτικών 4 Δεκεμβρίου 1926 έως και την 17η Αυγούστου 1927. Στις 19 Ιουνίου 1927, αποκάλυψε τον περικαλλή ορειχάλκινο αμδριάντα του παππού του Κων. Κανάρη έργο του φημισμένου γλύπτη Μιχαήλ Τόμπρου, ευρισκόμενο, τιμής ένεκεν προς τον πυρπολητή της τουρκικής ναυαρχίδος και στολοκαύτη στον λιμένα της Χίου την 6η Ιουνίου 1822, επί μεγαλοπρεπούς βάδρου στον Δημοτικό Κήπο της Χίου.

Ο Γεώργιος Κανάρης ήταν αγωνιστής του ΄21.

Γεννήθηκε στα Ψαρά και ήταν γιος του δημογέροντα Μιχαήλ Κανάρη. Αδερφός του ήταν ο Κωνσταντίνος Κανάρης. Εργάστηκε ως ναυτικός και συμμετείχε στον αγώνα του ΄21 ως πυρπολητής. Την περίοδο 1825 - 1826 διετέλεσε έπαρχος Αιτωλικού. Μετά την απελευθέρωση έγινε αξιωματικός στο πολεμικό ναυτικό. Επίσης ο Γεώργιος Κανάρης λεγόταν αλλιώς Καναριώτης Γεώργιος.

Ο Κωνσταντίνος Κανάρης (1866 - 1930) ήταν αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού.

Γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν γιος του Μιλτιάδη Κανάρη. Ακολούθησε την ναυτική παράδοση της οικογένειας, κατατάχθηκε στο βασιλικό ναυτικό και αποφοίτησε από τη σχολή ναυτικών δοκίμων. Να σημειωθεί ότι και ο πατέρας του και ο θείος του, Θρασύβουλος Κανάρης, ήταν ναύαρχοι του βασιλικού ναυτικού, ενώ και ο αδερφός του Λεωνίδας Κανάρης ήταν αξιωματικός του βασιλικού ναυτικού την ίδια περίοδο με αυτόν. Το 1902 έγινε πλοίαρχος και κυβερνήτης πλοίου με το οποίο συμμετείχε στον πόλεμο του 1897.

Απεβίωσε στην Αθήνα.

Ο Μιλτιάδης Κανάρης (1822 - 1900) ήταν Έλληνας πολιτικός και στρατιωτικός.

Γεννήθηκε στις 6 Ιουνίου 1822 στα Ψαρά και ήταν γιος του Κωνσταντίνου Κανάρη. Σπούδασε στη στρατιωτική σχολή του Μονάχου και κατατάχθηκε στο πολεμικό ναυτικό όπου έφθασε μέχρι τον βαθμό του ναυάρχου. Υπηρέτησε επί τριετία στο γαλλικό πολεμικό ναυτικό ενώ το 1886 διετέλεσε γενικός επιθεωρητής του στόλου. Αποστρατεύθηκε το 1889 και ανακλήθηκε μετά τον πόλεμο του 1897.

Παράλληλα ασχολήθηκε με την πολιτική. Εξελέγη πληρεξούσιος Σύρου και εν συνεχεία βουλευτής Νέων Ψαρών ενώ διετέλεσε πολλάκις υπουργός επί των ναυτικών (για τρεις ημέρες στηνΚυβέρνηση Μπενιζέλου Ρούφου 1863, το 1864, 1871 & 1878). Το 1895 του προτάθηκε η πρωθυπουργία την οποία όμως αρνήθηκε καθώς έθετε ως όρο την σύγκληση αναθεωρητικής βουλής.

Απεβίωσε στην Αθήνα. Ήταν παντρεμένος και παιδιά του ήταν ο επίσης πολιτικός Αλέξανδρος Κανάρης καθώς και ο Λεωνίδας Κανάρης.

Ο Κωνσταντίνος Κανάρης (Ψαρά 1793 ή 1795 – Αθήνα 2 Σεπτεμβρίου 1877) ήταν σημαντική μορφή του ναυτικού αγώνα κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και μετέπειτα ναύαρχος και πολιτικός, ο οποίος διετέλεσε πέντε φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας σε ένα διάστημα 33,5 ετών (1844, 1848-49, 1864, 1864-65 και 1877) και για 2 χρόνια και 3 μήνες συνολικά.

Δύο γεγονότα καταδεικνύουν τη συμβολή του Κανάρη ως πολιτικού άνδρα στη Νεώτερη Ελληνική Ιστορία: γίνεται ο πρώτος που συμπληρώνει 4 πρωθυπουργίες (1864) από την πλήρη εφαρμογή Συντάγματος στη χώρα το 1844 (όπως και ο Αλ. Μαυροκορδάτος 10 χρόνια νωρίτερα, με τις δύο όμως πρώτες κατά την Απόλυτη Μοναρχία του Όθωνα) και βασικά ο μόνος πρωθυπουργός που επί των ημερών του η Βουλή ψηφίζει ή αναθεωρεί τοΣύνταγμα της Ελλάδας δυο φορές, το 1844 και το 1864 (τα δυο δικτατορικά Συντάγματα επίΓ. Παπαδόπουλου αφενός δεν ψηφίστηκαν από Βουλή -παρά επικυρώθηκαν με τα νόθα δημοψηφίσματα των 1968 και 1973-, αφετέρου το τελευταίο έπαψε αυτοδίκαια να ισχύει με την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών).

Πρώτα χρόνια

Γεννήθηκε το 1793 στα Ψαρά (αρχεία Ναυτικού) όπου και μεγάλωσε .Ήταν το μικρότερο παιδί του Ψαριανού Δημογέροντα Μικέ Κανάριου και της Μαρώς (το γένος Μπουρέκα) Έμεινε πολύ μικρός ορφανός από πατέρα και έτσι άρχισε να δουλεύει σε πλοία συγγενών του, κυρίως σ' αυτό του θείου του Μπουρέκα. Αρχικά το όνομά του ήταν "Κανάριος" και τελικά έγινε Κανάρης. Όταν πέθανε ο θείος του, στου οποίου το μικρό εμπορικό πλοίο εργαζόταν, ανέλαβε καπετάνιος του ο ίδιος σε ηλικία 20 ετών. Πήγε στην Οδησσό για πρώτη φορά το1820. Ήξερε για τη Φιλική Εταιρεία αλλά δεν είχε γίνει μέλος της. Όταν έμαθε ότι ξέσπασε η επανάσταση στη Μολδαβία από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, έσπευσε αυθόρμητα να πάρει μέρος στον πρώτο "πολεμικό στόλο" των Ψαριανών υπό τον Ν. Αποστόλη. Από τους πρώτους μήνες ο Κανάρης ξεχώρισε για το θάρρος του και την αποφασιστικότητά του, κάνοντας επιδρομές στα μικρασιατικά παράλια ενώ κατόπιν εντάχθηκε στα πυρπολικά. Η ανατίναξη ενός τουρκικού δικρότου στην Ερεσό από τον Δημήτριο Παπανικολή τον παρακίνησε σε ανάλογο εγχείρημα.

Η ανατίναξη της τούρκικης ναυαρχίδας 

Τον Ιούνιο του 1822, αφού ο ελληνικός στόλος δεν κατάφερε να σώσει τη Χίο από την τουρκική σφαγή, ο Κανάρης ανέλαβε να βάλει μπουρλότο στη ναυαρχίδα του Καρά Αλή, του επικεφαλής του στρατού που έσφαξε τους κατοίκους και έκαψε το νησί. Την επιχείρηση θα εκτελούσαν τα πυρπολικά του Κανάρη και του Ανδρέα Πιπίνου. Στο εγχείρημα βοήθησαν δύο παράγοντες: αφενός ότι η νύχτα ήταν πολύ σκοτεινή καθώς δεν είχε φεγγάρι και αφετέρου ότι στο κατάφωτο κατάστρωμα της ναυαρχίδας οι περίπου 2.000 Τούρκοι γιόρταζαν το Μπαϊράμι κι έτσι τα μέτρα φρούρησης ήταν ελλιπή. Η φωτιά απ' το μπουρλότο μεταδόθηκε ταχύτατα στο καράβι. Πριν προλάβουν να απομακρυνθούν απ' αυτό οι πρώτες σωστικές λέμβοι, η φωτιά έφτασε στην πυριτιδαποθήκη, η οποία ανατινάχθηκε. Ως αποτέλεσμα τα θύματα ήταν πάρα πολλά. Μεταξύ αυτών ο ναύαρχος Καρά Αλής, αξιωματικοί του και πολλοί ναύτες. Το πυρπολικό του Πιπίνου προσέγγισε την υποναυαρχίδα αλλά δεν κατάφερε να την καταστρέψει. Της προκάλεσε όμως αρκετές ζημιές.

Η ανατίναξη της τουρκικής ναυαρχίδας υπήρξε ένα από τα χαρακτηριστικότερα γεγονότα του κατά θάλασσαν αγώνα, έκανε δε πολύ μεγάλη εντύπωση στην Ευρώπη. Χρησιμοποιώντας σημερινή ορολογία, θα λέγαμε ότι βοήθησε επικοινωνιακά πολύ την Επανάσταση. Τόσο μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων όσο και μεταξύ των Ευρωπαίων, ο Κανάρης πλέον ήταν ήρωας.

Η δράση του βεβαίως συνεχίσθηκε καθώς συνέχισε με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα τον αγώνα. Ο Κακλαμάν Πασάς Μεχμέτ τοποθετήθηκε νέος ναύαρχος στη θέση του Καρά Αλή. Τον Οκτώβριο του 1822 βγήκε με το στόλο του στο Αιγαίο για να ανεφοδιάσει τα τουρκικά φρούρια στηνΠελοπόννησο και να καταστείλει την Επανάσταση στα νησιά. Αγκυροβόλησε στην Τένεδο. Αλλά στις 29 Οκτωβρίου 1822, ο Κανάρης, συνοδευόμενος από το Δημήτριο Βρατσάνο, πέρασε ανάμεσα από τον τουρκικό στόλο και μην μπορώντας να προσεγγίσει το πλοίο του ναυάρχου, την καπουδάνα, κόλλησε το πυρπολικό του στην αντιναυαρχίδα "Ρίαλα-Γεμισί" και την τίναξε στον αέρα. Έχασαν τη ζωή τους 800 μέλη του πληρώματος, Τούρκοι αλλά και Χριστιανοί ναύτες που υπηρετούσαν στον οθωμανικό στόλο. Ο Κακλαμάν Πασάς Μεχμέτ σήκωσε άγκυρα και κατέφυγε με τη βοήθεια ούριου ανέμου στο Τσανάκ-Καλεσί, στα Δαρδανέλλια.

Το εγχείρημα της Αλεξάνδρειας

Τον επόμενο χρόνο, ο Κανάρης πραγματοποίησε επιθέσεις στα μικρασιατικά παράλια, αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία. Δεν μπόρεσε, επίσης, να κάνει τίποτε όταν το 1824 ο Χοσρέφ-Μεχμέτ Πασάς κατέστρεψε τα Ψαρά. Όμως, τον Αύγουστο του 1824 πυρπόλησε μια μεγάλη φρεγάτα του Χοσρέφ στη Σάμο και μια κορβέττα στηΜυτιλήνη. Η έλλειψη πόρων, ωστόσο, αποσυντόνισε το ναυτικό των Ελλήνων. Οι ναύτες έπαιρναν τα πλοία, σήκωναν όποια σημαία ήθελαν και επιδίδονταν στην πειρατεία. O Κανάρης κατάφερνε να επιβάλλει την πειθαρχία στα δικά του πληρώματα. Αλλά κι αυτός μέσα σ' αυτό το καθεστώς αναρχίας παραλίγο να σκοτωθεί το 1825 στην Αίγινα, την εποχή που η Μπουμπουλίνα έχανε τη ζωή της στις Σπέτσες κατά τη διάρκεια μιας οικογενειακής διαμάχης.

Ο Κανάρης εισηγήθηκε στη Διοίκηση ένα παράτολμο εγχείρημα. Ο Μωχάμετ Άλη είχε συγκεντρώσει στηνΑλεξάνδρεια περίπου 60 μεγάλα πολεμικά και τριπλάσια φορτηγά πλοία. Μ' αυτά προετοίμαζε το καλοκαίρι του 1825 να στείλει στρατό στην επαναστατημένη Ελλάδα (ο οποίος στρατός χρησιμοποιήθηκε αργότερα στην άλωση του Μεσολογγίου). Το σχέδιο του Κανάρη προέβλεπε να πάνε κάποια ελληνικά πλοία στην Αλεξάνδρεια και να κάψουν τον αιγυπτιακό στόλο. Έτσι θα σταματούσε και το λαθρεμπόριο που έκανανΓάλλοι, φίλοι του Μωχάμετ Άλη, σε βάρος του ελληνικού αγώνα. Το σχέδιο εγκρίθηκε και η αρχηγία του ελληνικού στόλου ανατέθηκε στον πλοίαρχο Μανόλη Τομπάζη.

Στις 10 Αυγούστου 1825, ο Τομπάζης και ο Αντώνιος Κριεζής, μαζί με τα πυρπολικά του Ανδρέα Μιαούλη, του Μανώλη Μπούτη και του Κανάρη, έφθασαν έξω από την Αλεξάνδρεια. Την έκτη εσπερινή ώρα που έφθασαν προ της Αλεξάνδρειας, έπλεε μεν ούριος άνεμος αλλά για να μπουν μέσα στο λιμάνι χρειάζονταν κάποιον πιλότο επειδή υπήρχαν πολλοί ύφαλοι.

Ο Κανάρης θεώρησε ότι έπρεπε να επιτεθεί άμεσα γιατί ήταν τέτοια η διάταξη των αιγυπτιακών πλοίων που με τον άνεμο ο οποίος φυσούσε, θα υφίσταντο πανωλεθρία σε μια επίθεση με πυρπολικά. Εξαπατώντας τον πιλότο, ύψωσερωσική σημαία και μπήκε μόνος του στο λιμάνι. Προσπάθησε να πλησιάσει τον εχθρικό στόλο αλλά ο άνεμος έπεσε ξαφνικά, οπότε άρχισε να κόβει βόλτες μέσα στο λιμάνι, προσπαθώντας να φθάσει στον μυχό. Όταν βρέθηκε δίπλα στο γαλλικό πολεμικό "Μέλισσα", κατάλαβε ότι είχε γίνει αντιληπτός. Έβαλε λοιπόν φωτιά στο πυρπολικό, μπήκε με τους ναύτες του στη βάρκα διαφυγής και προσπάθησε να βγει απ' το λιμάνι. Το πλήρωμα της "Μέλισσας" άρχισε να πυροβολεί και το πυρπολικό και τη βάρκα του Κανάρη. Ο άνεμος δυνάμωσε και το πυρπολικό, καιόμενο, πλησίασε τον αιγυπτιακό στόλο απειλητικά. Ο πλοίαρχος Αργκύς, κυβερνήτης της "Μέλισσας" έγραψε στην έκθεσή του: "Εάν το πλοίον αυτό προσκολλάτε κατά κακήν μοίραν εις την φρεγάταν της πρωτοπορίας, η σύγχυσις ήθελε εμπέσει εις τον υπόλοιπον στόλον, τα δε άλλα δύο πυρπολικά ήθελον προσδράμει, προσβάλλοντα έτερα πλοία. Η καταστροφή θα ήτο τρομερά, ολοκληρωτική δε η νίκη των Ελλήνων. Αλλ' η Μέλισσα κατά κάποιον τρόπο τους παρημπόδισε". Ο Κανάρης, ενώ έβαλλαν εναντίον του και από τα πλοία και από παράκτια πυροβολεία, κατάφερε να διαφύγει και να φθάσει στον ελληνικό στόλο, ο οποίος είχε ήδη υψώσει ελληνική σημαία. Ο Μωχάμετ Άλη πήρε μερικά πλοία και κυνήγησε τους Έλληνες μέχρι τις ακτές της Καραμανίας χωρίς αποτέλεσμα.

Το ότι ο στόχος δεν επετεύχθη δεν οφείλεται σε λάθος του Κανάρη και ούτε μειώνει το μεγαλείο του εγχειρήματος. Οι επαναστατημένοι Έλληνες θεώρησαν την πράξη του Κανάρη πλήρη τόλμης και πατριωτισμού αλλά κάποιοι Ευρωπαίοι δυσαρεστήθηκαν και την είδαν σαν αχαρακτήριστη πειρατική πράξη λόγω της χρήσης ξένης σημαίας υπό επισήμου καταδρομέως. Η αγγλόφιλη "Εφημερίς της Ύδρας", σε μια εποχή που υπήρχαν διαμάχες για το ζήτημα της βασιλικής υποψηφιότητας (κάθε μεγάλη δύναμη ήθελε ο νέος βασιλιάς των Ελλλήνων να προέρχεται από τον δικό της βασιλικό οίκο) κατηγόρησε τους Γάλλους επειδή ο φιλοτουρκισμός τους έγινε αιτία να ματαιωθεί ένα μεγάλο απελευθερωτικό εγχείρημα.

Η πολιτική σταδιοδρομία

Ο Κανάρης φαίνεται πως δεν έβλεπε τους Γάλλους ως εχθρούς. Αντιθέτως, έστειλε τον γιο του, τον Θεμιστοκλή, να εκπαιδευθεί στο Παρίσι υπό την επίβλεψη τού εκεί Φιλελληνικού Κομιτάτου, το οποίο άλλωστε τον είχε προσκαλέσει. Το 1826 τοποθετήθηκε κυβερνήτης του νέου πλοίου "Ελλάς" και το 1827 εξελέγη πληρεξούσιος των Ψαρών στη Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας.

Ο Κωνσταντίνος Κανάρης ήταν ένα από τα λίγα πρόσωπα στα οποία είχε εμπιστοσύνη ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο πρώτος κυβερνήτης της ανεξάρτητης Ελλάδος. Ο Καποδίστριας θα τον διορίσει αρχικά φρούραρχο της Μονεμβασιάς και κατόπιν διοικητή μιας ναυτικής μοίρας που θα πολεμήσει τους αγγλόφιλους και τους αντικυβερνητικούς της Ύδρας. Στον Κανάρη ανατέθηκε να συλλάβει τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, όταν ο τελευταίος δραπέτευσε από το Ναύπλιο. Απογοητευμένος λόγω της δολοφονίας του Καποδίστρια, ο Κανάρης αποσύρθηκε στη Σύρο όπου ιδιώτευσε για ένα διάστημα.

Όταν ήρθε στην Ελλάδα ο Όθωνας, τον διόρισε καταρχήν πλοίαρχο γ΄ τάξεως κι έπειτα ναύαρχο. Μετά τη μεταπολίτευση του 1843, ο Κανάρης έγινε υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Ανδρέα Μεταξά και κατόπιν στην κυβέρνηση Ιωάννη Κωλέττη. Το 1854 έγινε υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Επειδή οι ιδέες του γίνονταν όλο και περισσότερο αντιμοναρχικές, το 1861 αρνήθηκε τη σύνταξη που του χορήγησε η Κυβέρνηση.

Το καλοκαίρι του 1862 ο Όθωνας του ανέθεσε τον σχηματισμό κυβέρνησης. Ο Κανάρης πρότεινε έναν κατάλογο με υπουργούς, που όλοι τους είχαν σχεδόν επαναστατικές απόψεις, λέγοντας στον Όθωνα ότι μόνο με τέτοια κυβέρνηση και η μοναρχία θα ήταν δυνατό να σωθεί και η τάξη στη χώρα να διατηρηθεί. Ο Όθωνας όμως δεν δέχθηκε και έδωσε την εντολή στον Ιωάννη Κολοκοτρώνη. Ο Κανάρης πέρασε ανοιχτά στην αντιπολίτευση.

Ο Κανάρης προσχώρησε στην αντιπολίτευση και μετά την έξωση του Όθωνα έγινε μέλος τής υπό τον Δημήτριο Βούλγαρη τριανδρίας (μαζί και με τονΜπενιζέλο Ρούφο) που σχημάτισε προσωρινή κυβέρνηση. Ο ίδιος πήγε ως επικεφαλής επιτροπής στη Δανία για να προσφέρει το θρόνο στον μετέπειτα βασιλιά Γεώργιο Α'. Διετέλεσε υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Ρούφου. Κατόπιν το 1864 σχημάτισε ο ίδιος κυβέρνηση, μετά από ένα μήνα παραιτήθηκε και σχημάτισε και πάλι κυβέρνηση, η οποία παρέμεινε επί ένα χρόνο στην εξουσία. Κατόπιν παραιτήθηκε οριστικά, θέλοντας να αποσυρθεί από τον δημόσιο βίο καθώς είχε υπερβεί τα 75 χρόνια. Στο σπίτι όπου έμενε, στην Κυψέλη, συνέρρεαν πολίτες από παντού για να δουν τον «Ναύαρχο», όπως τον αποκαλούσαν. Το 1877 ετέθη επικεφαλής οικουμενικής κυβέρνησης για να αντιμετωπιστούν οι δύσκολες για την χώρα περιστάσεις που δημιούργησε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος.

Το τέλος

Στις 2 Σεπτεμβρίου 1877 πέθανε, όντας εν ενεργεία πρωθυπουργός. Η τελευταία του κατοικία βρίσκεται δίπλα στην είσοδο του Α' Νεκροταφείου.

Είχε παντρευτεί την Δέσποινα Μανιάτη. Παιδιά τους ήταν:

  • ο Νικόλαος (γεννήθηκε το 1818, στάλθηκε με ειδική αποστολή στη Βηρυττό, σκοτώθηκε το 1848),
  • ο Θεμιστοκλής (γεννήθηκε το 1819, στάλθηκε στην Αίγυπτο με ειδική αποστολή, σκοτώθηκε το 1851),
  • ο Θρασύβουλος (γεννήθηκε το 1820, κατατάχθηκε στο Ναυτικό, έγινε ναύαρχος, πέθανε το 1898),
  • ο Μιλτιάδης (γεννήθηκε το 1822, κατατάχθηκε στο Ναυτικό όπου διακρίθηκε, έγινε ναύαρχος, έβγαινε πολλά χρόνια βουλευτής, έγινε τρεις φορές υπουργός Ναυτικών το 1864, το 1871 και το 1878, πέθανε το 1899),
  • ο Λυκούργος (γεννήθηκε το 1826, σπούδασε νομικά, πέθανε το 1865),
  • η Μαρία (γεννήθηκε το 1828, παντρεύτηκε τον Α. Μπαλαμπάνο, πέθανε το1847),
  • ο Αριστείδης (γεννήθηκε το 1831, ήταν αξιωματικός και σκοτώθηκε στις ταραχές του 1863 έξω από τον οικίσκο των ανακτόρων στην οδό Ηρώδου του Αττικού).

Μέσα σε 18 χρόνια ο Κανάρης έχασε σε νέοτατες ηλικίες (19 έως 39) τα 5 από τα 7 παιδιά του, με 3 από τους γιούς του να σκοτώνονται, οι 2 εκ των οποίων σε ξένη γη.

Περί Καταγωγής

Tο πραγματικό όνομα του Κανάρη ήταν Κωνσταντής Νικολάου Σπηλιωτέας. Η ετυμολογία του ονόματός του κατά μίαν άποψη προέρχεται από τη λέξη καρνάγιο (ιταλικά carenaggio = ναυπηγείο). Υπάρχει όμως και δεύτερη εκδοχή. Κατά το ημερολόγιο του γιου του, πυρπολητή Αριστείδη Κ. Κανάρη, «…απεκλήθη ο πατήρ μου Κάν-Άρης ή Κανάρης, λόγω του μειλιχίου και σώφρονος χαρακτήρος του, διότι αν και ριψοκίνδυνος, πολεμικός και αποφασιστικός, ενήργει πάντοτε κατόπιν περισκέψεως…». Η τρίτη εκδοχή, είναι να προέρχεται το επώνυμο από το καναρίνι, λόγω του μειλίχιου χαρακτήρα του.

Ως προς τη χρονολογία και τον τόπο γέννησης του Κανάρη, υφίστανται σημαντικές διαφορές. Κατά μία εκδοχή γεννήθηκε στα Ψαρά το 1793 ή το1790. Κατ' άλλους γεννήθηκε στην Πάργα γύρω στο 1790. O ίδιος ο Κωνσταντίνος Κανάρης στα απομνημονεύματά του αναφέρει «τώρα περνάμε από τη γενέτειρά μου την Πάργα». Ο ιστορικός Δημήτριος Γατόπουλος (1891-1956) μελέτησε τα οικογενειακά αρχεία της οικογένειας Κανάρη και δημοσίευσε ιστορική μελέτη στην εφημερίδα Εστία, στο φύλλο της 14ης Ιουλίου 1937. Στα οικογενειακά αυτά αρχεία περιλαμβάνεται και το μυστικό ημερολόγιο του Κωνσταντίνου Κανάρη το οποίο άνοιξε ο δισέγγονός του, συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Θεμ. Κανάρης. Από αυτά ο συγγραφέας συμπεραίνει πως ο Κωνσταντίνος Κανάρης δεν είχε γεννηθεί στα Ψαρά αλλά στην Πάργα, το Σεπτέμβριο του 1790 και εγκαταστάθηκε, κατά τους προεπαναστατικούς χρόνους, στο νησί των Ψαρών.

Ως προπάππος του πυρπολητού Κ. Κανάρη φέρεται ο Νικόλαος Σπηλιωτέας, παππούς του ο Θεμιστοκλής και πατέρας του ο Νικόλαος Σπηλιωτέας. Από την μελέτη των ημερολογίων της οικογένειας Κανάρη, «διευκρινίζεται ότι η νεοελληνική οικογένεια Κανάρη υπήρξε συνέχεια της παλαιοελληνικής οικογενείας Σπηλιωτέα, κλάδου της οποίας τα μέλη, τιτλούχοι των Βενετών και Γενουησίων αρχόντων απαντώνται εν δράσει περί το 1200.

Η επικρατούσα όμως άποψη θέλει τον Κανάρη γνήσιο Ψαριανό. Υπάρχουν στοιχεία ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Ψαρά. Επιπλέον, ο Κανάρης ήταν παντρεμένος με την Δ. Μανιάτη, γυναίκα από πλούσια και Ψαριανή οικογένεια. Αυτό, αποτελεί ένα ακόμα στοιχείο για την καταγωγή του Κανάρη αφού οι Ψαριανοί θεωρούσαν κατάντημα και ντροπή να παντρεύονται με ξένους, πόσο μάλλον μία αριστοκρατική οικογένεια των Ψαρών (αυτή της Δ. Μανιάτη). Επιπροσθέτως, υπάρχει και το ίδιο το αρχείο της νήσου Ψαρών στο οποίο υπάρχει το όνομα του Κανάρη. Τέλος, δεν υπάρχει καμία μαρτυρία που να αναφέρει τον Κανάρη να ονομάζει την Πάργα γενέτειρά του καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του, αντίθετα η απάντησή του σε ξένους φιλέλληνες που τον ρωτούσαν για την ιστορία του και τα κατορθώματά του ήταν απλή: έδειχνε με τον το δάχτυλό του το χάρτη των Ψαρών και έλεγε: "Αυτά είναι η ιστορία μου, για αυτά να γράψετε!". Συμπερασματικά, η καταγωγή του Κανάρη από την Πάργα, συλλογιζόμενοι όλα τα παραπάνω καθώς και την διατύπωση αυτής της θεωρίας μόλις πριν από 70 περίπου χρόνια, δεν είναι πιθανή. Όσο για το σόι του και την προέλευση της οικογένειάς του από την Ιταλία ο ίδιος ο Κανάρης έδωσε απάντηση σε αυτά τα "παραμύθια" (κατά τον Φωτιάδη) λέγοντας πως το σόι του ξεκινάει από τον ίδιο.

Βίλχελμ Κανάρις

Λέγεται ότι ο Γερμανός ναύαρχος Βίλελμ Κανάρις ενδέχεται να ήταν απόγονος του Κωνσταντίνου Κανάρη. Εντούτοις, μία έρευνα που έγινε το 1938 στη γενεαλογική ιστορία της οικογένειάς του, έδειξε ότι η καταγωγή του Κανάρις ήταν από την Ιταλία και ότι δεν είχε καμία σχέση με τον Κωνσταντίνο Κανάρη.

Γεννήθηκε το 1818 στα Ψαρά. Γεμάτος πατριωτικό πάθος μπήκε στο ναυτικό το 1830 δόκιμος σε πλοίο του θείου του. Προέβη σε βαθμό σημαιοφόρου το έτος 1835. Εξακολούθησε στο ναυτικό επάγγελμα σε επαγγελματικά πλοία της οικογένειας που διάνυαν τον Εύξεινο Πόντο, την Μεσόγειοκαι τον Ατλαντικό ωκεανό. Το 1845 μπήκε στην υπηρεσία του βασιλικού ναυτικού. Υπηρέτησε ως υποπλοίαρχος της γαλέρας «Ματίλντα» και ως διευθυντής της «Ναυπλίας» και της «Μυκάλης». Όταν το 1856 αποστρατεύτηκε με βαθμό πλωτάρχη, προσλήφθηκε από την υπηρεσία της ελληνικής ατμοπλοϊκής εταιρείας. Με την έκρηξη της Κρητικής επανάστασης, εφοδίασε τους αγωνιστές με πολεμοφόδια και εθελοντές, σώζοντας το νησί.

Ο Γερμανός Μαυρομμάτης, από τα Ψαρά, υπήρξε μητροπολίτης Δημητριάδος.

Αφού αποφοίτησε από το Γυμνάσιο της Χίου σπούδασε Θεολογία και στη συνέχεια έγινε διδάκτωρ στη Θεολογική Σχολή Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος στην Αθήνα και αργότερα ανέλαβε τη διεύθυνση των πατριαρχικών γραφείων Αλεξάνδρειας. Αφού εργάστηκε ως ιεροκήρυκας στις επαρχίες Δημητριάδος, Θεσσαλιώτιδος και Ηλείας, το 1907 εκλέχτηκε επίσκοπος Δημητριάδος. Η επίσκεψή του στο Παρθεναγωγείο του Βόλου ένα χρόνο αργότερα προκάλεσε αντιδράσεις που οδήγησαν στο κλείσιμο του σχολείου. Λίγο μετά την κήρυξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου παύθηκε από τη θέση του καθώς πήγε με το μέρος των Παλαιοημερολογητών. Το 1940 εξέδωσε Δ' τόμο της Ερμηνείας στην Καινή Διαθήκη του Δαμαλά. Πέθανε το 1946.

Ο Δημήτρης Μπάτσης, νομικός και οικονομολόγος, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1916, δικάστηκε από το Στρατοδικείο που δίκασε το Νίκο Μπελογιάννη, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε δια τυφεκισμού στις 30 Μαρτίου 1952.

Ήταν παντρεμένος δύο φορές και από τον πρώτο του γάμο με τη Λίνα Αιλιανού είχε αποκτήσει το 1942, μια κόρη την Ελένη Μπάτση-Λυκιαρδοπούλου, και σε δεύτερο γάμο παντρεύτηκε με την Λίλιαν Καλαμάρο-Black.

Βιογραφία

Γόνος πλούσιας μεγαλοαστικής οικογενείας, ήταν γιος του βασιλόφρονα ναυάρχου Α. Μπάτση, που καταγόταν από τα Ψαρά και μητέρα του ήταν η Αν. Πρίντεζη, από τη Σύρο.

Σπουδές

Φοίτησε στο Βαρβάκειο ή το Πειραματικό Σχολείο, σύμφωνα με τη μαρτυρία της κόρης του Ελένης, σπούδασε Νομικά και Οικονομικά και μιλούσε άριστα Γαλλικά και Αγγλικά. Ήταν μάχιμος δικηγόρος, όμως ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη Μαρξιστική θεωρία και μελέτησε με δική του πρωτοβουλία, κοινωνιολογία και οικονομικά.

Ήταν μέλος της «Επιστημονικής Εταιρείας Μελέτης Νεοελληνικών Προβλημάτων «Επιστήμη –Ανοικοδόμηση», γνωστής με τα αρχικά «ΕΠ-ΑΝ», που ιδρύθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου του 1945, μαζί με τον πρύτανη του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου Νικόλαο Κιτσίκη, πατέρα του επίσης πανεπιστημιακού καθηγητή Δημήτρη Κιτσίκη, ο οποίος προλόγησε το βιβλίο του.

Περιοδικό Ανταίος

Υπήρξε αρχικά συντάκτης και υπεύθυνος σύνταξης, ενώ από το 6ο τεύχος του ήταν εκδότης και διευθυντής στο δεκαπενθήμερο επιστημονικό περιοδικό «Ανταίος», το οποίο κυκλοφορούσε από τις 20 Μαΐου 1945 έως τον Ιούνιο του 1951, στο οποίο έγραψε για την αποικιακή εκχώρηση της Πτολεμαΐδας.

Στο περιοδικό δημοσίευσε κατ' αρχή από τις 10 Μαΐου 1946 κείμενα που αποτέλεσαν αργότερα το υλικό για το βιβλίο «Η βαρειά βιομηχανία στην Ελλάδα», όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται και στην υπογραφή της συμβάσεως «Hugh Cooper».

Στο πρώτο τεύχος του περιοδικού υπογράμμιζε πως

«προϋπόθεση για να τεθούν τα θεμέλια της ανοικοδόμησης, στο απώτερο μέλλον σε πλατιές και κοινωνιστικές βάσεις είναι να λευτερωθή ο λαός και η οικονομία του από κάθε αντιπαραγωγικό, αντιοικονομικό και εκμεταλλευτικό μπόδιο που έστηνε στην πρόοδο της χώρας μια μονοπωλιακή κερδοσκοπική ολιγαρχία».

Επίσης έγραφε ότι

«Σήμερα, λοιπόν, προϋπόθεση για να τεθούν τα θεμέλια της ανοικοδόμησης στο απώτερο μέλλον σε πλατιές και κοινωνικές βάσεις είναι να ελευθερωθεί ο λαός και η οικονομία του, από κάθε αντιπαραγωγικό, αντιοικονομικό και εκμεταλλευτικό εμπόδιο που έστηνε στην πρόοδο της χώρας μια μονοπωλιακή κερδοσκοπική ολιγαρχία… Ο λαός κάνει το καθήκον του με στερήσεις και εξαντλητική εργασία. Ποιος όμως δεν κάνει το καθήκον του απέναντι στη χώρα και το λαό; Να, το βασικό πρόβλημα της ανοικοδόμησης. Πρέπει να εξεταστεί κατά κλάδους και τομείς της οικονομίας ποια ενδογενής αιτία εμποδίζει την ανασυγκρότηση και πως μπορεί να εξουδετερωθεί …» [Πηγή: Περιοδικό «Ανταίος»]

Η δίκη του

Συνελήφθη στις 23 Οκτωβρίου 1951 από την Ασφάλεια Πειραιά και η δίκη του στο Α΄ Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών άρχισε στις 15 Φεβρουαρίου 1952, με την κατηγορία της «διενέργειας κατασκοπείας κατά των συμφερόντων του κράτους» , [Α.Ν. 375/1936], και την 1η Μαρτίου εκδόθηκε η απόφαση.

Στη διάρκεια της δίκης, στην οποία υπήρξαν 29 κατηγορούμενοι και οκτώ από αυτούς καταδικάστηκαν σε θάνατο, όπως σημειώνει η συγκατηγορούμενή του Έλλη Παππά, [«Γράμματα στο γιο μου», «Μαρτυρίες»]

«Ο Μπάτσης δεν γύριζε να μας δει. Νόμιζε ο φουκαράς πως έτσι θα έδειχνε «καλή διαγωγή»…».

Η απόφαση για τη θανατική του καταδίκη εκδόθηκε με μειοψηφούντα Στρατοδίκη τον τότε ταγματάρχη και μετέπειτα επικεφαλής του στρατιωτικού κινήματος της 21ης Απριλίου 1967, Γεώργιο Παπαδόπουλο.

Η σύζυγός του Λίλιαν Καλαμάρο-Black, μίλησε στην εκπομπή «Ανατροπή» στις 11 Απριλίου 2002 για τη σύλληψη του, η οποία έγινε πέντε μέρες μετά το γάμο τους, και τις πιέσεις που δεχόταν ώστε να τον επηρεάσει ν' αρνηθεί τις αριστερές του πεποιθήσεις. Στη απολογία του, προκειμένου να αποφύγει τη σχεδόν βέβαιη καταδίκη σε θάνατο απαρνήθηκε την μαρξιστική ιδεολογία και τον κομμουνισμό, είναι μάλιστα αμφίβολο αν υπήρξε ποτέ κομμουνιστής με την κομματική σημασία της λέξεως. Ως ένδειξη «μεταμέλειας» ζήτησε να καταταχθεί στο ελληνικό σώμα που επρόκειτο να συμμετάσχει στις επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ στον πόλεμο μεταξύ Βόρειας και Νότιας Κορέας.

Η εκτέλεσή του

Μαζί του εκτελέστηκαν στις 4 περίπου ξημέρωμα Κυριακής, επίσης καταδικασμένοι σε θάνατο με την κατηγορία της συνωμοσίας και της κατασκοπίας, οι Νίκος Μπελογιάννης, Ηλίας Αργυριάδης και Νίκος Καλούμενος, Όλοι τους μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο του Γουδή, πίσω από το νοσοκομείο «Σωτηρία», από τις φυλακές της Καλλιθέας, απέναντι από τον «Οίκο Τυφλών», και ο τυφεκισμός τους έγινε με το φως των προβολέων των στρατιωτικών αυτοκινήτων, ενώ τάφηκαν την ίδια μέρα στο Γ΄ Νεκροταφείο Αθηνών.

Το Μάρτιο του 2010 έγινα τα αποκαλυπτήρια μνημείου που αναγέρθηκε στο άλσος «Γουδί», απέναντι από την πρώην σχολή χωροφυλακής και είναι αφιερωμένο στη μνήμη των τεσσάρων εκτελεσμένων.

Αναφορές

Ο Τάκης Λαζαρίδης στο βιβλίο του «Ευτυχώς ηττηθήκαμε σύντροφοι...» γράφει γι’ αυτόν

«Ο Δ. Μπάτσης στάθηκε σαν άντρας, έφυγε βαθύτατα πικραμένος αλλά αγέρωχος. Δεν συνεργάστηκε με την Ασφάλεια και δεν υπέκυψε σε πιέσεις και εκβιασμούς που του έγιναν ακόμα και όταν ήταν μελλοθάνατος στη φυλακή. Γνωρίζω ότι επανειλημμένα τον κάλεσαν στη διεύθυνση των φυλακών ανώτατοι αξιωματούχοι της Ασφάλειας και του ζήτησαν να συνεργαστεί επισείοντας, ακόμα και την τελευταία μέρα, το φάσμα της επικείμενης εκτέλεσης. Αρνήθηκε και έφυγε με το κεφάλι ψηλά.

Και τον εκτέλεσαν παρότι γνώριζαν καλά ότι δεν είχε καμιά σχέση με ασυρμάτους και «κατασκόπους». Γιατί στο πρόσωπό του (προέρχονταν από αστική οικογένεια και ήταν γιος ναυάρχου) ήθελαν να χτυπήσουν τους «συνοδοιπόρους», αυτούς που έμπαιναν στο κίνημα από αγνό ιδεαλισμό, φλεγόμενοι από την επιθυμία να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους για το καλό και την πρόοδο αυτού του τόπου.

Είπαν πως στη δίκη «έσπασε», «λύγισε». Τώρα, με την πείρα και τη γνώση των 46 χρόνων που κύλησαν από τότε, θα μπορούσε κανείς εύλογα να ρωτήσει: Τι θα πει «λύγισε;» Και γιατί να μη «λυγίσει;». Γιατί έπρεπε να υποστηρίξει με «πάθος» και «αδιαλλαξία» την ανεύθυνη και τυχοδιωκτική πολιτική του Ζαχαριάδη που λειτουργούσε ως όργανο της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής; Τραγική αλλά και ηρωική συνάμα μορφή ο Δ. Μπάτσης λαμπρός επιστήμονας και ακέραιος χαρακτήρας κλήθηκε να πληρώσει σφάλματα άλλων χωρίς ο ίδιος να έχει την παραμικρή ευθύνη. Η μοίρα του φέρθηκε πολύ σκληρά. Την αντιμετώπισε με αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια σαν πραγματικός άντρας.»

Εργογραφία

  • «Η βαρειά βιομηχανία στην Ελλάδα», [εκδόσεις «Τα νέα βιβλία Α.Ε.», εκδοτικός οίκος του ΚΚΕ, που διαχειριζόταν ο Γιώργος Ζιούτος, Αθήνα, Μάιος 1947]

Το βιβλίο ασχολείται με την αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πόρων, το οικονομικό σχέδιο για την εκβιομηχάνιση και τη βιωσιμότητα.

Ο Αναγνώστης Μοναρχίδης ήταν Έλληνας αγωνιστής του 1821 και πολιτικός της Ελλάδας του 19ου αιώνα.

Γεννήθηκε στα Ψαρά το 1777. Ο πατέρας του, Χατζή Δημήτριος ήταν ένας από τους ευπατρίδες του νησιού. Ο Αναγνώστης μπήκε στον ναυτικό βίο στην νεαρή ηλικία δεκαοκτώ χρονών. Με την έναρξη της επανάστασης πολέμησε από την αρχή με μεγάλο ενθουσιασμό.

Υπηρέτησε πολιτικά και βγήκε πρώτος πληρεξούσιος των Ψαριανών στην Εθνική συνέλευση της Επιδαύρου. Εκλέχτηκε βουλευτής της πρώτης περιόδου, και ξανά πληρεξούσιος στην Εθνική συνέλευση του Άστρους και της Επιδαύρου. Επίσης ήταν ο πρώτος νομάρχης Αιτωλοακαρνανίας το 1833 και νομάρχης Αχαΐας και Ήλιδος το 1836.

Ο Δημήτριος Νικολάρας (1798 - 1881) ήταν Έλληνας αγωνιστής του 1821.

Η ζωή του

Γεννήθηκε το 1798 στα Ψαρά. Σε ηλικία δέκα χρονών πήγε στην Οδησσό, όπου τον παρέλαβε ο Βαρβάκης και τον έστειλε στο εκεί γυμνάσιο της Χίου.

Επέστρεψε στην πατρίδα του το 1821 και έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Χίου και στην Ερησό. Διέπρεψε στην πυρπόληση στην Σάμο. Το 1822 έγινε υποπλοίαρχος και έλαβε βέρος σε δύο εκστρατείες της Κασάνδρας, και κατόπιν στην Ναυμαχία της Πάτρας. Πήρε επίσης μέρος στην μάχη του κόλπου της Αργολίδας, και το 1824 έγινε πυρπολητής του Κωνσταντίνου Κανάρη.

Συνέχισε να πολεμάει σε όλες τις μάχες και ναυμαχίες. Διορίστηκε υποπλοίαρχος του εθνικού πολεμικού βρικίου «Αντίζηλος».

Πήρε σταδιακά προαγωγή κατά την διάρκεια της υπηρεσίας του και έγινε Πλωτάρχης και Λιμενάρχης Πατρών.

Απεβίωσε στην Αθήνα το 1881

Ο Δημήτριος Παπανικολής ήταν σπουδαίος ναυμάχος κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821και διάσημος πυρπολητής.

Γεννήθηκε στα Ψαρά το 1790. Ο πατέρας του λεγόταν Γεώργιος Παπανικολής. Από πολύ μικρή ηλικία μπήκε στο ναυτικό επάγγελμα εκπαιδευόμενος μέχρι που πήγε σε κάποιο υποτυπώδες ελληνικό σχολείο. Όταν τελείωσε αυτό ακολούθησε τον πατέρα του σε αγώνες που έκανε τότε με τους Βέρβερους και Αλγερινούς πειρατές.

Όταν εξερράγη η ελληνική επανάσταση πλοιάρχησε μόλις 19 ετών στο πλοίο του Αποστόλη Αποστόλη. Κατά τη ναυμαχία της Ερεσού κυβερνώντας το, για λογαριασμό τη Τρινησίας λίμνιο Βρίκιο το οποίο είχε μετατρέψει σε πυρπολικό ο Πάργιος, Ιωάννης Δημολίτσας, επέπεσε κατά τουρκικού δίκροτου το οποίο και πυρπόλησε σχεδόν σύψυχο με ελάχιστους διασωθέντες. Το αυτό επανέλαβε και στη ναυμαχία του Γέροντα προκαλώντας με τους συντρόφους του πυρπολητές τον τρόμο στον οθωμανικό στόλο. Αλλά και σε πολλές άλλες καταδρομικές και αποβατικές επιχειρήσεις έλαβε μέρος που οι επιτυχίες του είχαν καταπλήξει τους άλλους ναυμάχους.

Με τη λήξη του Αγώνα, τον Ιανουάριο του 1829 αγόρασε το 1/3 του μεριδίου του Βρικίου "Νέλσων" και επιδόθηκε στο παλιό γνώριμο εμπόριο, μέχρι το 1833 που ήλθε ο Όθωνας και η κυβέρνησή του αγόρασε τον Νέλσωνα και τον ενέταξε στο βασιλικό στόλο του Βασιλείου της Ελλάδος, που όμως διατήρησε τον Παπανικολή κυβερνήτη του πλοίου.

Τη νύκτα όμως της 20ης Νοεμβρίου του 1836 μεταφέροντας στην Τεργέστη 129 παλιννοστούντεςΒαυαρούς στρατιώτες ναυάγησε στο δίαυλο Ζακύνθου - Ηλείας μετά από προσάραξη "εξ αμελείας της φυλακής" όπου και διαλύθηκε ολοσχερώς το πλοίο ενώ το πλήρωμα και όλοι οι επιβαίνοντες διασώθηκαν. Αργότερα λόγω του ναυαγίου αλλά και άλλων διαβολών ο Παπανικολής τέθηκε σε διαθεσιμότητα μέχρι το 1841 όπου και ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία, μετά από παρέμβαση υπασπιστού του Όθωνα, όπου και τοποθετήθηκε κυβερνήτης της Κορβέτας "Αμαλία".

Το 1843 εκλέχθηκε πληρεξούσιος των Ψαρών. Το 1845 στάλθηκε ως κυβερνήτης πλοίου στο Γύθειοπροκειμένου να εξομαλύνει μανιάτικες έριδες που είχαν ξεσπάσει στη περιοχή. Γεγονός που το πέτυχε. Ένα χρόνο μετά το 1846 έληξε και η ναυτική του σταδιοδρομία όταν ανέλαβε Πρόεδρος τουΝαυτοδικείου, θέση που διατήρησε μέχρι το θάνατό του το 1855.

Το όνομα Παπανικολής έχει δοθεί στα υποβρύχια Παπανικολής Ι και Παπανικολής ΙΙ του ελληνικού πολεμικού ναυτικού, προς τιμήν του αγωνιστή.

Ανώτατος αξιωματικός Βασιλικού Ναυτικού. Είχε σύζυγο την Ψαριανή Ευαγγελία Βαλέντη.

Ο Νικόλαος Παππάς (1929 - 2013) ήταν Έλληνας αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού και πολιτικός.

Βιογραφικά στοιχεία

Γεννήθηκε το 1929 στην Κύμη. Κατάγονταν από τα Ψαρά με προγόνους ναυμάχους. Σπούδασε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, στη Σχολή Ναυτιλίας και Κατευθύνσεως του Βρετανικού Ναυτικού και στη Σχολή Πολέμου και Αμύνης του ΝΑΤΟ Ρώμης.

Το 1963, υπηρέτησε ως υπασπιστής ΥΕΘΑ έως το 1965. Το διάστημα 1971-1972, διετέλεσε διοικητής της Σχολής Υπαξιωματικών. Στις 25 Μαΐου 1973, έγινε διεθνώς γνωστός, όταν για να εκδηλώσει την αντίθεσή του προς την απριλιανή δικτατορία, οδήγησε το αντιτορπιλικό «Βέλος», του οποίου ήταν κυβερνήτης, στην Ιταλία. Στη συνέχεια αποτάχθηκε από το Ναυτικό με απόφαση της δικτατορίας, η οποία του αφαίρεσε την ελληνική ιθαγένεια.

Το 1974, μετά την πτώση της δικτατορίας, διετέλεσε διευθυντής Διοικήσεως Ναυστάθμου Σαλαμίνας για έναν χρόνο.

Το 1976, υπηρέτησε ως διευθυντής Πολεμικής Σχεδιάσεως ΓΕΝ και Ακόλουθος Αμύνης στην Μεγάλη Βρετανία έως το 1979.

Την περίοδο 1979-1980, ήταν διοικητής Ταχέων Σκαφών και από το 1980 έως το 1981, διοικητής αντιτορπιλλικών και Υπαρχηγός Ναυτικού.

Το 1981, ανέλαβε τη Διοίκηση Ναυτικής Εκπαίδευσης και το 1982, επιλέχτηκε ως Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, θέση στην οποία παρέμεινε ως το 1986.

Συμμετείχε ως υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας στην υπηρεσιακή κυβέρνηση του Ιωάννη Γρίβα (1989) και στην οικουμενική του Ξενοφώντα Ζολώτα (1989-1990).

Ήταν παντρεμένος με την Χαρίκλεια Παπαναστασίου με την οποία απέκτησαν δύο γιους.

Πέθανε στις 5 Απριλίου 2013 ύστερα από σκληρή μάχη με τον καρκίνο και πολύμηνη νοσηλεία στο Νικοδήμειο Ναυτικό Νοσοκομείο Αθηνών.

Ανώτατος αξιωματικός Βασιλικού Ναυτικού. Είχε σύζυγο την Ψαριανή Μαρία Λουμάκη.

Γεννήθηκε στην Νέα Υόρκη την 8η Μαΐου 1949 . Για πρώτη φορά επισκέφτηκε το νησί όπου μεγάλωσε ο πατέρας του, όταν ήταν 11 ετών και έκτοτε βίωσε όλες τις μεταβολές του νησιού, όπως την ηλεκτροδότησή του, την διάνοιξη του πρώτου δρόμου και γενικά την έλευση του λεγόμενου "πολιτισμού".

Ήταν πτυχιούχος βιολογίας και δίδασκε μέχρι του θανάτου του στο πανεπιστήμιο LONG ISLAND UNIVERSITY .

Επισκεπτόταν αδιάλειπτα σχεδόν τα Ψαρά τα οποία υπεραγαπούσε και με ομάδα φοιτητών του συνέλλεγε και κατέγραφε την χλωρίδα των Ψαρών .

Δυστυχώς το έργο του "Η χλωρίδα των Ψαρών" δεν έχει εκδοθεί μέχρι σήμερα. Απεβίωσε στην Νέα Υόρκη την 11η Νοεμβρίου του 2007.  

Ο Ανδρέας Σταματάρας ήταν περίφημος αγωνιστής και ναυμάχος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821.

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Ψαρά. Από νωρίς μπήκε στη θάλασσα και με την τόλμη του αλλά και τον ατίθασο χαρακτήρα του πολύ γρήγορα εξελίχθηκε σε επικίνδυνο καραβοκύρη - πειρατή. Με το ξέσπασμα της Επανάστασης βρέθηκε από τους πρώτους στον μεγάλο Αγώνα, παραμένοντας όμως ανένταχτος στους μεγάλους ελληνικούς στόλους, προκειμένου να επιδείξει όλο το μένος της δραστηριότητάς του προσβάλλοντας κατ΄ επανάληψη τις ακτές της Τουρκίας. Ήταν κυβερνήτης ενός μύστικου με 18 άνδρες πλήρωμα με το οποίο είχε καταστεί ο φόβος και ο τρόμος ιδιαίτερα στις έναντι της Δωδεκανήσου τουρκικές ακτές.

Το 1823 μετά από κάποια από τις πολλές επιδρομές του, όταν κατέπλευσε στον λιμένα Λακί της Λέρου βρέθηκε αντιμέτωπος με μια αυστριακήημιολία υπό τους καταιγιστικούς κανονιοβολισμούς της οποίας το σκάφος του Α. Σταματάρα καταστράφηκε και βυθίστηκε ενώ ο ίδιος και το πλήρωμά του πέφτοντας στη θάλασσα για να σωθούν τελικά συνελήφθηκαν όλοι αιχμάλωτοι από τους Αυστριακούς.

Οι Αυστριακοί βλέποντας τον ατίθασο χαρακτήρα των ναυαγών αυτών που ήταν επικίνδυνοι ακόμα και ως αιχμάλωτοι τους παρέδωσαν όλους στη τουρκική φρουρά της Λέρου. Οι Τούρκοι της Λέρου στη συνέχεια παρέδωσαν τον Σταματάρα και το τσούρμο του δέσμιους σε διερχόμενη τούρκικη πολεμική σακολέβα που κατευθύνονταν στη Κωνσταντινούπολη για την εκεί θανάτωσή τους.

Κατά τη διαδρομή όμως ο Σταματάρας και το πλήρωμά του που είχαν ριχτεί στο αμπάρι κατάφεραν ν΄ απελευθερωθούν από τα δεσμά τους και ανεβαίνοντας τη νύκτα στο κατάστρωμα κατέλαβαν το σκάφος αφού προηγουμένως σκότωσαν όλο το πλήρωμα.

Επειδή το σκάφος αυτό είχε κάποιο οπλισμό ο Σταματάρας αποφάσισε στη συνέχεια να γυρίσει πίσω στη Λέρο και να εκδικηθεί την αυστριακή ημιολία. Όταν όμως κατέπλευσε διαπίστωσε ότι αυτή είχε ήδη φύγει.

Ο Ανδρέας Σταματάρας έπειτα απ΄ αυτό το γεγονός αλλά υπερήφανος για τη σακολέβα που είχε αποκτήσει, ενώθηκε με το στόλο του Παπανικολή κατανέμοντας το πλήρωμά του και σε διάφορα άλλα πλοία του Αγώνα.

Ο Γεώργιος Σταματέλος, (1824-1905), ήταν Έλληνας αντιναύαρχος, αρχηγός στόλου.

Γεννήθηκε στα Ψαρά το 1824. Αρχικά εισήλθε στη Σχολή Ευελπίδων όπου μετά την αποφοίτησή του μετέβει προς μετεκπαίδευση στο γαλλικό πολεμικό ναυτικό. Όταν γύρισε στην Ελλάδα μετατάχθηκε στο Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό ως μόνιμος αξιωματικός με τον δεύτερο βαθμό, του ανθυποπλοιάρχου. Το 1890 προάχθηκε σε υποναύαρχο και το 1892 ανέλαβε αρχηγός της θωρηκτής μοίρας. Δύο χρόνια μετά κατόπιν αιτήσεώς του τέθηκε σε διαθεσιμότητα.

Το 1897 κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο ανακλήθηκε στην υπηρεσία μετά το συμβάν της δίκης του Κ. Σαχτούρη όπου και ανέλαβε διοικητής της Ανατολικής Μοίρας (Αιγαίου). Αποστρατεύθηκε τον επόμενο χρόνο λαμβάνοντας τον βαθμό του αντιναύαρχου.

Πέθανε στην Αθήνα το 1905. Την περιουσία του που αποτελούσαν δύο οικίες και το χρηματικό ποσό των 250.000 τότε δραχμών κατέλειπε μετά το θάνατό του στον εθνικό στόλο.

Ο Ανδρέας Χατζηκυριάκος (1876 - 1956) ήταν Έλληνας πολιτικός του 20ου αιώνα.

Η καταγωγή του ήταν από τα Ψαρά. Γεννήθηκε στην Σύρο και σπούδασε χημικός - μηχανικός στο πανεπιστήμιο Ζυρίχης. Υπήρξε συνιδρυτής της τσιμεντοβιομηχανίας «Τιτάν» καθώς και ιδιοκτήτης της «Ηρακλής». Έγινε πρόεδρος τουΣυνδέσμου των Ελλήνων Βιομηχάνων και Βιοτεχνών. Διετέλεσε μέλος διαφόρων Επιτροπών του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας. Εκλέχτηκε Βουλευτής Ψαρών και διετέλεσε υπουργός εθνικής οικονομίας στην Κυβέρνηση Ιωάννη Μεταξά το 1936.

Γαμπρός του ήταν ο Αλέξανδρος Τσάτσος.

Ο Αντώνιος Χατζηκυριάκος (1865 - 1928) ήταν Έλληνας αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού.

Καταγόταν από παλιά ναυτική οικογένεια των Ψαρών. Ακολούθησε την παράδοση της οικογένειας και κατατάχθηκε στο Πολεμικό Ναυτικό. Συμμετείχε στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και στους Βαλκανικούς Πολέμους.

Ο Γεώργιος Χατζηκυριάκος (1883 - 1937) ήταν Έλληνας αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού.

Ήταν γιός του Κωνσταντίνου Χατζηκυριάκου και καταγόταν από παλιά ναυτική οικογένεια των Ψαρών. Συμμετείχε στην επανάσταση στο Γουδί (1909), στους Βαλκανικούς Πολέμους και στην Μικρασιατική Εκστρατεία.

Αποστρατεύθηκε το 1925.

Ο Κωνσταντίνος Χατζηκυριάκος (1844 - 1900) ήταν Έλληνας αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού.

Γεννήθηκε στα Ψαρά και ήταν γιος του Γεωργίου Ν. Χατζηκυριάκου. Κατατάχθηκε στο Πολεμικό Ναυτικό και έφτασε μέχρι τον βαθμό του πλοιάρχου (1898).[1] Συμμετείχε στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ως κυβερνήτης πλοίου ενώ την ίδια περίοδο 1897 - 1899 διετέλεσε υπουργός επί των ναυτικών.

Απεβίωσε στην Αθήνα το 1900 και γιος του ήταν ο Γεώργιος Χατζηκυριάκος.

Ο Μιχαήλ Χατζηκωνσταντής (26 Νοεμβρίου 1906 - 29 Δεκεμβρίου 1940) ήταν αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού.

Γεννήθηκε στον Πειραιά και ήταν γιος του Αντωνίου Χατζηκωνσταντή και της Ειρήνης Καλοκαιρινού. Ήταν ανηψιός του ναυάρχου Αλέξανδρου Χατζηκυριάκου και αδερφός του Χρήστου Χατζηκωνσταντή, ναυάρχου του πολεμικού ναυτικού. Λόγω οικογενειακής παράδοσης κατατάχθηκε το 1921 στο πολεμικό ναυτικό και μετά την αποφοίτησή του απο την σχολή ναυτικών δοκίμων ορκίστηκε αξιωματικός στις 16 Ιανουαρίου του 1926. Στη σχολή ήταν συμμαθητής με τον κυβερνήτη του θρυλικού υποβρυχίου «Παπανικολής» Μιλτιάδη Ιατρίδη.

Το 1928 έλαβε τον βαθμό του ανθυποπλοιάρχου και το 1929 εισήλθε στη σχολή υποβρυχίων. Το 1934 προήχθη σε υποπλοίαρχο και το 1938 σε πλωτάρχη. Υπηρέτησε σε διάφορα υποβρύχια όπως τα Κατσώνης, Νηρεύς, Γλαύκως, Τρίτωνας και Πρωτεύς. Στο τελευταία υπηρέτησε τα περισσότερα χρόνια. Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος τον βρήκε κυβερνήτη στον Πρωτέα, ένα υποβρύχιο του 1929. Στις 29 Δεκεμβρίου του 1940 βυθίστηκε απο ιταλικά πολεμικά πλοία αύτανδρο στην περιοχή του Αυλώνα.

Στις 19 Ιανουαρίου του 1941 του δόθηκε τιμητικά ο βαθμός του αντιπλοιάρχου, επ'ανδραγαθίαν.

Ο Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας (26 Φεβρουαρίου 1906 - 3 Σεπτεμβρίου 1994) ήταν σημαντικός Έλληνας ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης, εικονογράφος, συγγραφέας και ακαδημαϊκός. Διετέλεσε καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και ιδρυτικό μέλος του ελληνικού τμήματος της "AICA" (Association Internationale des Critiques d’Art, Διεθνής Ένωση Κριτικών Τέχνης).

Σύντομη Βιογραφία

Ο Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας γεννήθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 1906. Πατέρας του ήταν ο καταγόμενος από τα Ψαρά αξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος. Μητέρα του η Ελένη Γκίκα, της γνωστής οικογένειας Γκίκα, η οποία είχε εγκατασταθεί στην Ύδρα. Ο μικρός Νίκος βρισκόταν κάθε καλοκαίρι στο νησί και αυτή η διαμονή του επηρέασε την καλλιτεχνική του δημιουργία. Οι γονείς του, με την παραίνεση του σχολείου του, στο οποίο είχε απαλλαγεί από το μάθημα της ιχνογραφίας λόγω εξαίρετων επιδόσεων, αντιλαμβανόμενη το ταλέντο του νεαρού τον έστειλε να μαθητεύσει αρχικά κοντά στον Βασίλη Μαγιάση (1917) και, το 1921, στον Κωνσταντίνο Παρθένη.

Το 1922 ολοκληρώνει τις εγκύκλιες σπουδές του στο Λεόντιο Λύκειο και αρχικά εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1923 εγκαταλείπει τη Σχολή και την Αθήνα, μετοικώντας για σπουδές στο Παρίσι, όπου εγγράφεται στη Σορβόννη, παρακολουθώντας μαθήματα γαλλικής και ελληνικής φιλολογίας και αισθητικής. Το 1923 συμμετέχει σε ομαδική έκθεση στη γκαλερί Salon des Independants. Τον επόμενο χρόνο εγγράφεται στην Academie Ranson, όπου παρακολουθεί μαθήματα ζωγραφικής, με καθηγητή τον Ροζέ Μπισιέρ (Roger Bissiere) και χαρακτικής με καθηγητή το Δημήτρη Γαλάνη, συμμετέχοντας παράλληλα σε αρκετές ομαδικές εκθέσεις. Η πρώτη ατομική του έκθεση οργανώνεται το 1927 στην Galerie Percier στο Παρίσι. Το 1928 εκθέτει για πρώτη φορά στην Αθήνα, από κοινού με τον γλύπτη Μιχάλη Τόμπρο στη γκαλερί Στρατηγοπούλου. Την ίδια χρονιά καλείται να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, την οποία ολοκληρώνει το 1929. Όταν απολύεται νυμφεύεται την ποιήτρια Αντιγόνη Κοτζιά και αναχωρούν μαζί για το Παρίσι.

Το 1930 συμμετέχει στην έκθεση που οργανώνεται στο Salon des Surindependants στο Παρίσι και στην έκθεση της ομάδας Τέχνη 1930 στο Ζάππειο Μέγαρο της Αθήνας. Στις εκθέσεις αυτές συμμετέχει και το 1931. Το 1932 δημοσιεύει στο περιοδικό Πολιτεία άρθρο σχετικό με τα ιταλικά σχέδια του Μουσείου του Λούβρου. Συμμετέχει εκ νέου στην έκθεση του Salon des Surindependants.

Το 1933 διοργανώνει στην Αθήνα το 4ο Διεθνές Αρχιτεκτονικό Συμπόσιο, στο οποίο συμμετέχουν μεγάλα ονόματα του χώρου, όπως οι Λε Κορμπυζιέ, Φερνάν Λεζέ, Κριστιάν Ζερβός κ. ά. ενώ συμμετέχει με γραπτά του, σχετικά με την αισθητική, στο περιοδικό Σήμερα, το οποίο εκδίδουν οι Μιχάλης Τόμπρος και Κώστας Ουράνης. Το 1934 εκθέτει στην Gallerie des Cahiers d' Art του Παρισιού πίνακες και γλυπτά του, ενώ συμμετέχει σε διεθνείς εκθέσεις τόσο στο Παρίσι όσο και στη Βενετία. Το 1935 εκθέτει 61 πίνακές του στη Λέσχη των Καλλιτεχνών, μαζί με έργα του Τόμπρου και του Μιχαήλ Γουναρόπουλου. Εκδίδεται από τον Ανατόλ Γιακοβσκί (Anatole Jakovski) λεύκωμα με έργα χαρακτικής 23 κορυφαίων καλλιτεχνών, όπως οι Πάμπλο Πικάσσο, Τζιόρτζιο ντε Κίρικο, Αλμπέρτο Τζιακομέττι, Βασίλι Καντίνσκι κ. ά. στο οποίο περιλαμβάνει έργα του.

Την ίδια χρονιά ξεκινά νέα δραστηριότητα Μαζί με τους Δημήτρη Πικιώνη, Σωκράτη Καραντινό και Τ. Κ. Παπατσώνη, με τους οποίους συνδέεται φιλικά, εκδίδει το περιοδικό Το 3ο Μάτι. Ο Γκίκας την επόμενη τριετία ζει και εργάζεται στην Ελλάδα, μεταξύ Αθήνας και Ύδρας. Σχεδιάζει τα κοστούμια θεατρικών παραστάσεων, όπως του έργου Όπως Αγαπάτε του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (Θέατρο Κοτοπούλη) και του έργου Η Ζήλια του Μπαρμπουγιέ του Μολιέρου (Νέα Δραματική Σχολή Σ. Καραντινού, 1938). Άρθρα του σχετικά με την τέχνη και τη ζωγραφική εμφανίζονται σε ελληνικά περιοδικά (Τέχνη και Νέον Κράτος). Το 1938 συμμετέχει στην Πανελλήνια Έκθεση Χαρακτικής στο Ζάππειο μέγαρο και το 1939 συμμετέχει σε έκθεση ζωγραφικής στον ίδιο χώρο με δύο έργα του, ένα από τα οποία είναι ο πολύ γνωστός πίνακάς του Το μεγάλο τοπίο της Ύδρας. Ο Λώρενς Ντάρελ και ο Γιώργος Κατσίμπαλης τον φέρνουν σε επαφή με τον Χένρι Μίλερ. Οι δύο άνδρες συνδέονται με στενή φιλία, ο Γκίκας φιλοξενεί τον Μίλερ στο σπίτι του στην Ύδρα και κάνουν μαζί εκδρομές στους Δελφούς και την Ελευσίνα. Για τη σχέση αυτή θα εκδώσει, το 1991, το βιβλίο Ν. Χ. Γκίκας – Χένρυ Μίλλερ. Χρονικό φιλίας.

Το 1940 με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου επιστρατεύεται και υπηρετεί στο Μηχανικό. Με τη λήξη του πολέμου η Αρχιτεκτονική σχολή του ΕΜΠ προκηρύσσει θέση καθηγητή. Ο Γκίκας θέτει υποψηφιότητα και το 1941 εκλέγεται καθηγητής της Σχολής. Στη θέση αυτή παραμένει μέχρι το 1958. Κατά τις δεκαετίες του 1950, του 1960, του 1970 και του 1980 πραγματοποιεί πολυάριθμες εκθέσεις στο Λονδίνο, το Παρίσι, το Βελιγράδι, τη Στοκχόλμη, την Οττάβα, το Σινσινάτι, τη Νέα Υόρκη, την Ουάσιγκτον, το Βερολίνο, τις Βρυξέλλες, το Σαιντ Ετιέν και, φυσικά, την Αθήνα. Εικονογραφεί βιβλία και σχεδιάζει κοστούμια για πολλές παραστάσεις. Το 1970 η Ακαδημία Αθηνών του απονέμει το Αριστείο Καλών Τεχνών και το 1972 τον εκλέγει τακτικό της μέλος στην έδρα των Εικαστικών Τεχνών. Το 1979 παρουσιάζεται στην British Academy of Film and TV International TV Festival ταινία του Βασίλη Μάρου, με θέμα τη ζωή του Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα. Στην Αθήνα κυκλοφορούν τα βιβλία του Ελληνικοί Προβληματισμοί (1982), Ανίχνευση της Ελληνικότητας (1984) και Γέννηση της Νέας Τέχνης (1987). Το 1982 εκλέγεται επίτιμος διδάκτωρ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το 1987 επίτιμο μέλος της βρετανικής Royal Academy of Arts και το 1991 επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συνεχίζει να εκθέτει τόσο στην Αθήνα όσο και στην Άνδρο αλλά και στο εξωτερικό. Τελευταία έκθεσή του το 1994 (μικρογλυπτική και κόσμημα).

Απεβίωσε στην Αθήνα, στην οικία του της οδού Κριεζώτου, στις 3 Σεπτεμβρίου 1994.

Έργο

Εκτός από τη ζωγραφική, όπου είχε μεγάλη και πολύ σημαντική παραγωγή, ο Γκίκας ασχολήθηκε με τη γλυπτική, τη χαρακτική, τη σκηνογραφία και την εικονογράφηση βιβλίων αλλά και την κριτική τέχνης. Συνέγραψε βιβλία, άρθρα και μελέτες για την Αρχιτεκτονική και την Αισθητική, καθώς και δοκίμια για την ελληνική τέχνη. Η Ύδρα των παιδικών του χρόνων έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της αισθητικής του, καθώς του επέτρεψε να συνδυάσει στοιχεία γεωμετρικού κυβισμού, αρχιτεκτονικής και φωτός. Ο ίδιος είχε δηλώσει ότι επηρεάστηκε βαθύτατα από το έργο του Ματίς, αλλά σημαντική ήταν, επίσης, η επίδραση των Μπρακ και Πικάσσο.

Ο Οδυσσέας Ελύτης αφιέρωσε εκτενές άρθρο στον καλλιτέχνη: «Η σύγχρονη ελληνική τέχνη και ο ζωγράφος Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας», Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, τεύχος 11, τομ. 2ος, Αθήνα, 1947. Η παρουσία του Γκίκα ως κριτικού τέχνης είναι ένα κοινό σημείο με τον Ελύτη, αφού δημοσίευσε αρκετά κείμενα για Έλληνες ποιητές, για εικαστικούς καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες, Έλληνες και ξένους.

Έργα του καλλιτέχνη βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα, στη Δυτική Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και σε πολλά μουσεία του εξωτερικού. (Musee d’art moderne, Παρίσι Tate Gallery Λονδίνο, Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη). Το 1986 ο Γκίκας επιλέγει 46 έργα του και τα δωρίζει στην Εθνική Πινακοθήκη. Πράττει το ίδιο το 1991, δωρίζοντας ολόκληρη την προσωπική του συλλογή, μαζί με το σπίτι της οδού Κριεζώτου, στο Μουσείο Μπενάκη. Η οικία του μετατράπηκε σε μουσείο πριν το θάνατό του, διασκευασμένη από τον ίδιο και με τα δωμάτια να παραμένουν όπως ήταν όταν τα χρησιμοποιούσε.

Σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες καλλιτέχνες της εποχής του.

Ο πυρπολητής Κωνσταντής Νικόδημος ήταν Έλληνας στρατιωτικός και αγωνιστής του 1821.

Βιογραφικά στοιχεία

Γεννήθηκε στα Ψαρά γύρω στο 1794. Διορίστηκε το 1821 από την Βουλή των Ψαρών γραμματέας στο πλοίο του Νικολάου Αργύρη. Πήγε και αυτός στη Χίο για να πολεμήσει τους Τούρκους που είχαν αγκυροβολήσει εκεί. Στις 24 Σεπτεμβρίου 1824 ανατινάζει στον αέρα μια κορβέτα και εν συνεχεία επιτελεί επανειλημμένες άλλες εφόδους με το πυρπολικό του.

Πήρε προαγωγή σε βαθμό Πλοίαρχου του Πυροβολικού και συνέχισε να μάχεται μέχρι το 1827. Έγινε ναύαρχος. Στο μουσείο της ιστορικής και εθνολογικής εταιρείας υπάρχει το πιστόλι, που του είχε δωρίσει Τούρκος πασάς, όταν τον περιέθαλψε και τον μετέφερε με άλλους αιχμαλώτους από την Ναύπακτο στο Μεσολόγγι.

Συγγράμματα

Ως υποναύαρχος έγραψε δύο τόμους για τα Ψαρά. Πρότεινε δε και χρηματοδότησε διαγωνισμό χιλίων πεντακοσίων δραχμών για την συγγραφή και εκτύπωση βιβλίου χριστιανικών καθηκόντων του πολίτη.

Η Μαλβίνα Κάραλη, που το πραγματικό της όνομα ήταν Μαρία-Ελένη Σακκά, γεννήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 1952 και πέθανε στις 7 Ιουνίου 2002, ήταν ελληνίδα συγγραφέας, σεναριογράφος, δημοσιογράφος και τηλεοπτική παρουσιάστρια. Γεννήθηκε στον Πειραιά και καταγόταν από τα Ψαρά της Χίου και τη Θράκη.

Ήταν απόφοιτη του Αρσάκειου και  σπούδασε κυβερνητική στο Παρίσι. Εργάστηκε επί χρόνια σαν δημοσιογράφος σε εφημερίδες όπως η Απογευματινή και η Ελευθεροτυπία και σαν αρθρογράφος στα περιοδικά Φαντάζιο, Επίκαιρα, Γυναίκα, Κλίκ, 01, με στήλες που άφησαν εποχή όπως το Επ΄Αυτοφόρω (Γυναίκα) και "Σαββατογεννημένη" (στο περιοδικό Symbol της εφημερίδας Επενδυτής, άρθρα που κυκλοφόρησαν μετά το θάνατό της στην ομώνυμη συλλογή).

 Η τηλεοπτική της καριέρα ξεκίνησε στην ΕΡΤ και συνέχισε στους τηλεοπτικούς σταθμούς Seven X, ANT1, ΣΚΑΙ, Mega Channel, Star Channel κ.α.

Οι πιο δημοφιλείς εκπομπές της ήταν το Mea Culpa (Seven X), Malvina Live (ΣΚΑΙ), Μalvina Hostess (Mega), Malvina Rixten (STAR). Ο χαρακτήρας αυτών των τηλεοπτικών σόου, που συνήθως προβάλλονταν πριν ή μετά το κεντρικό δελτίο ειδήσεων, ήταν επιθεωρησιακός. Η κριτική και η διακωμώδηση της πολιτικής και των προσώπων της, τελικά την μετέτρεψαν σε χρυσό αουτσάιντερ των τηλεοπτικών καναλιών: όλοι αγαπούσαν τις τηλεθεάσεις της, αλλά κανείς δεν είχε την (πολιτική) πολυτέλεια να την φιλοξενήσει στις συχνότητές του.

Παράλληλα, ως σεναριογράφος τιμήθηκε με δύο κρατικά βραβεία σεναρίου για τις ταινίες «Ξένια» (1989) του Πατρις Βιβάνκος και «Κρυστάλλινες Νύχτες» (1992) της Τώνιας Μαρκετάκη. Συνυπέγραψε επίσης τα σενάρια στις ταινίες «Αρχάγγελος του Πάθους» (1987) του Νίκου Βεργίτση και «Ζωή Χαρισάμενη» (1993) του Πατρις Βιβάνκος.

Έγραψε τα βιβλία «Αθώος σαν αγαπημένος» (εκδ. Καστανιώτη), «Τα κορίτσια της Σαβάνα» (εκδ. Νεφέλη), «Πιο πολύ, πιο πολλοί» (εκδ. Αστάρτη), τη συλλογή δημοσιευμάτων «Ο έρωτας και άλλες πολεμικές τέχνες» από την περίοδο 1989-1996 (εκδ. Κάκτος) και σειρά πέντε βιβλίων μαγειρικής υπό τον γενικό τίτλο «Η κουζίνα της Μαλβίνας-Μαλβινέζικα» (εκδ. Αστάρτη). Επίσης, έγραψε την μυθιστορηματική βιογραφία της Αλίκης Βουγιουκλάκη («Γλυκό κορίτσι»).

Έκανε τρεις γάμους και απέκτησε τρία παιδιά. Ο δεύτερος γάμος της ήταν με τον σκηνογράφο, Γιώργο Πάτσα και ο τελευταίος με τον συγγραφέα Διονύση Χαριτόπουλο. 

Πέθανε στην Αθήνα τον Ιούνιο του 2002 ύστερα από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο.

Όροι χρήσης | Υλοποίηση